-
1 κεκαύχημαι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κεκαύχημαι
См. также в других словарях:
κεκαύχημαι — καυχάομαι speak loud perf ind mp 1st sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)