-
1 κεκαδμενος
-
2 καζομαι
(только: pf. pass. κέκασμαι, κέκασσαι, κέκασται, дор. part. pf. κεκαδμένος, 3 л. sing. ppf. ἐκέκαστο и κέκαστο) блестеть, блистать Hom., Pind., Aesch., Eur., по др. = *καίνυμαι См. καινυμαι (см.) -
3 καινυμαι
(pf. κέκασμαι, ppf. ἐκεκάσμην)1) блистать, быть украшеннымὦμος ἐλέφαντι κεκαδμένος Pind. — плечо (Пелопа), украшенное ( или сверкающее) слоновой костью
2) быть снабженнымτείχη φρουραῖς κέκασται Eur. — стены защищены гарнизоном;
εὖ κεκασμένον δορυ Aesch. — хорошо вооруженное войско3) перен. блистать, выдаваться, отличаться, превосходитьπανουργίαις κεκασμένον Arph. — неистощимый в плутнях;κ. ἡλικίην ἔγχεΐ θ΄ ἱπποσύνῃ τε Hom. — превосходить сверстников в копьеметании и в конной езде;κ. τινα ὄρνιθας γνῶναι Hom. — затмевать кого-л. искусством птицегадания
См. также в других словарях:
κεκαδμένος — καίνυμαι overcome perf part mp masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
καίνυμαι — (Α) 1. υπερτερώ, υπερέχω (α. «ἐκαίνυτο φῡλ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» ήταν ο ανώτερος απ όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει πλοίο, Ομ. Οδ. β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη μορφή και… … Dictionary of Greek
epi, opi, pi — epi, opi, pi English meaning: at, by Deutsche Übersetzung: “nahe hinzu, auf darauf, auf hin”, zeitlich “in addition, darauf, örtlich “hinter, after” (also “bei etwas herunter”? so partly die Gmc. forms) Note: (also with lengthened … Proto-Indo-European etymological dictionary
k̂ad-2 — k̂ad 2 English meaning: to shine, to flaunt Deutsche Übersetzung: “glänzen, prangen, sich auszeichnen” Material: O.Ind. perf. süsaduḥ, participle süsadüna ‘sich auszeichnen, hervorragen”; Gk. perf. κέκασμαι, Plusqpf. ἐκεκάσμην … Proto-Indo-European etymological dictionary