-
41 διαφιλονικείν
διαφιλονῑκεῖν, διαφιλονεικέωpres inf act (attic epic doric)διαφιλονικέωdispute earnestly: pres inf act (attic epic doric) -
42 διαφιλονικεῖν
διαφιλονῑκεῖν, διαφιλονεικέωpres inf act (attic epic doric)διαφιλονικέωdispute earnestly: pres inf act (attic epic doric) -
43 ενεδεδύκειν
-
44 ἐνεδεδύκειν
-
45 ενθακείν
ἐνθακέωsit in: pres inf act (attic epic doric)ἐνθᾱκεῖν, ἐνθακέωsit in: pres inf act (attic epic doric) -
46 ἐνθακεῖν
ἐνθακέωsit in: pres inf act (attic epic doric)ἐνθᾱκεῖν, ἐνθακέωsit in: pres inf act (attic epic doric) -
47 επεπράκειν
ἐπεπρά̱κειν, πιπράσκωexport for sale: plup ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) -
48 ἐπεπράκειν
ἐπεπρά̱κειν, πιπράσκωexport for sale: plup ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) -
49 επερύκειν
-
50 ἐπερύκειν
-
51 επεφρίκειν
ἐπεφρί̱κειν, φρίσσωto be rough: plup ind act 1st sg (attic epic ionic)φρίζωplup ind act 1st sg (attic epic ionic) -
52 ἐπεφρίκειν
ἐπεφρί̱κειν, φρίσσωto be rough: plup ind act 1st sg (attic epic ionic)φρίζωplup ind act 1st sg (attic epic ionic) -
53 ερύκειν
-
54 ἐρύκειν
-
55 θακείν
-
56 θακεῖν
-
57 καθίκειν
καθί̱κειν, κατά-ἵκωcome: pres inf act (attic epic) -
58 λακείν
λάσκωring: aor inf act (attic epic doric)λακάωburst asunder: pres inf act (attic epic doric ionic)λᾱκεῖν, ληκέωcrack: pres inf act (attic epic doric) -
59 λακεῖν
λάσκωring: aor inf act (attic epic doric)λακάωburst asunder: pres inf act (attic epic doric ionic)λᾱκεῖν, ληκέωcrack: pres inf act (attic epic doric) -
60 προσφιλονικείν
См. также в других словарях:
Κέιν, Μάικλ — (Michael Caine, Αγγλία 1933 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Μορίς Τζόζεφ Μαϊκλγουάιτ (Maurice Joseph Micklewhite). Ο Κ. άλλαξε το επίθετό του όταν είδε το κλασικό φιλμ Ανταρσία του Κέιν, το 1954. Ταλαντούχος, με χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
'κεῖν' — ἐκεῖνα , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl ἐκεῖνο , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc sg ἐκεῖνε , ἐκεῖνος the person there masc voc sg ἐκεῖναι , ἐκεῖνος the person there fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειν' — κεινά , κεινός neut nom/voc/acc pl κεινά̱ , κεινός fem nom/voc/acc dual κεινά̱ , κεινός fem nom/voc sg (doric aeolic) κεινέ , κεινός masc voc sg κειναί , κεινός fem nom/voc pl κεινά , κενός empty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κεινά̱ , κενός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεἰν — εἰν , ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεῖν — κέω to lie down pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεῖν' — κεῖνα , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl κεῖνο , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc sg κεῖνε , ἐκεῖνος the person there masc voc sg κεῖναι , ἐκεῖνος the person there fem nom/voc pl κεῖνα , κεῖνος the person there neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κείν' — κείνᾱͅ , ἐκεῖνος the person there fem dat sg (doric aeolic) κείνᾱͅ , κεῖνος the person there fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέιν, Ελάισα Κεντ — (Elisha Kent Kane, 1820 – 1857). Αμερικανός εξερευνητής. Συμμετείχε στην εκστρατεία του Μεξικού και το 1850 52 συνόδευσε τον Γκρίνελ ως γιατρός στα ταξίδια του στους πόλους. Το 1853 πραγματοποίησε μια εξερευνητική αποστολή στη Γροιλανδία, την… … Dictionary of Greek
Κέιν, Τόμας Χένρι Χολ — (SirThomas Henry Hall Caine, 1853 – 1931).Άγγλος μυθιστοριογράφος. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Λονδίνο και ήταν φίλος του ποιητή και ζωγράφου Ροσέτι. Τα έργα του, που χαρακτηρίζονται για την περιγραφική τους αδρότητα και την… … Dictionary of Greek
Ἥνικα Πυθαγόρης τὸ περικλεὲς εὕρατο γράμμα κεῖν’, ἐφ’ ὅτῳ κλείνην ἤγαγε βουθυσίην. — (παλαιὸς λόγος). См. Гекатомба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek