-
101 υπείκω
-
102 υπόκειματ
1) подлежать (чему-л.);αυτό δεν υπόκειται εις αμφιβολίαν — это не подлежит сомнению;
υπόκειματ εις έλεγχον — подлежать проверке;
υπόκειματ σε κατάσχεση — подлежать конфискации;
υπόκειματ εις
την αρμοδιότητα κάποιου — быть в чьём-л. ведении;2) подчиняться (кому-чему-л.), зависеть (от кого-чего-л.);υπόκειματ εις τούς νόμους — подчиняться законам;
3) быть подверженным (чему-л.);ο άνθρωπος υπόκειται εις την μοίραν τού θανάτου — человек смертен;
4) быть расположенным, находиться ниже -
103 беззаконие
-я ουδ.1. ανομία, ανυπαρξία νόμων•совершить беззаконие παραβιάζω τους νόμους.
2. ανόμημα, παραβίαση των ηθικών νόμων παρανομία•творить -я διαπράττω ανομήματα.
-
104 блюсти
блюду, -дешь; παρλθ. χρ. блюл, -ла, -ло, ρ.δ.μ.1. τηρώ•блюсти дисциплину труда τηρώ την εργατική πειθαρχία•
блюсти порядок τηρώ την τάξη•
блюсти законы τηρώ τους νόμους.
2. επιβλέπω, επιτηρώ.1. τηρούμαι.2. επιβλέπομαι, επιτηρούμαι. -
105 исследовать
-дую, -дуешь ρ.δ.κ.σ.μ. ερευνώ, εξερευνώ• μελετώ, εξετάζω• ; αναλύω, κάνω ανάλυση•исследовать законы природы ερευνώ τους νόμους της φύσης• исследовать какой-л. вопрос εξετάζω κάποιο ζήτημα•
исследовать состав вещества κάνω ανάλυση της σύνθεσης της ουσίας•
исследовать больного εξετάζω (ακροώμαι) τον άρρωστο.
|| ανιχνεύω, κατοπτεύω•военный отряд -ал все побережье το στρατιωτικό απόσπασμα κατόπτευσε όλη την ακτή.
ερευνώμαι; μελετιέμαι• εξετάζομαι αναλύομαι. || ανιχνεύομαι, κατοπτεύομαι. -
106 познать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. познанный, βρ: -нан, -а, -оγνωρίζω, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι• εισδύω διανοητικά•познать сущность явлений γνωρίζω την ουσία των φαινομένων•
познать законы развития природы и общества γνωρίζω τους νόμους εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας.
|| δοκιμάζω•познать друга в несчастье γνωρίζω το φίλο στη δυστυχία.
|| υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, υφίσταμαι. -
107 трактовать
-тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трактованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.1. πραγματεύομαι, αναπτύσσω (θέμα)• εξετάζω, συζητώ, κρίνω.2. ερμηνεύω, εξηγώ•трактовать законы εξηγώ τους νόμους.
πραγματεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
108 δεικτέον
A one must show, prove, X.Mem.3.5.8;περίτινος Thphr. CP3.7.5
; τοὺς νόμους δεικτέον μοι it is my duty to point out.., D.18.58, cf. Porph.Abst.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεικτέον
-
109 διαφυλάσσω
διαφῠλάσσω, [dialect] Att. [suff] διαφῠλάκ-ττω, Cret. [suff] διαφῠλάκ-δδω (written [suff] διαφῠλάκ-δω), GDI5169.11, al.:—A watch closely, guard carefully, τὰ τείχεα, τὴν πόλιν, Hdt.6.101, 133;τὴν πάροδον Lys.2.30
;τὰ ἀγαθά Isoc.2.6
, cf. SIG577.15 (Milet., iii/ii B.C.); esp. of providential care, LXXPs.90(91).11,al., cf.PGiss. 17.7 (Hadr.), etc.:—[voice] Med., guard for oneself, .3 observe, maintain,τοὺς νόμους Pl.Lg. 951b
, cf. SIG1044.10 (Halic., iv/iii B.C.), PTeb.25.3 (ii B.C., [voice] Pass.); εἰρήνην Philipp. ap. D.18.78;τὴν πρός τινα πίστιν Plb. 1.78.8
;εὔνοιαν IG12(7).241.22
(Amorgos, iii B.C.); δ. τὸ μὴ σπουδάζειν guard against being too particular.., Pl.Plt. 261e; πλῆθος δ. ὅτι μάλιστα ταὐτὸν αὑτῶν εἶναι take care that.., Id.Criti. 112d.4 remember, retain, Luc. Tim.1, Cont.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφυλάσσω
-
110 εὐνομία
A good order,ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Od.17.487
;ἐν εὐ. εἶναι Xenoph.2.19
; μετέβαλον ὧδε ἐς εὐ. Hdt.1.65, cf. 2.124: pl.,εὐνομίῃσι πόλιν κάτα.. κοιρανέουσ' h.Hom.30.11
, cf. Pl.Sph. 216b; ἀπόλεμος εὐ. Pi.P.5.67, cf. AP6.195 (Arch.); Καίσαρος εὐ. ib.236 (Phil.); ;οὐκ ἔστι εὐνομία τὸ εὖ κεῖσθαι τοὺς νόμους, μὴ πείθεσθαι δέ Arist.Pol. 1294a3
, cf. 1280b6, Pl. Def. 413e; οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας, title of officials in Crete, GDI5075.35 ([place name] Latos).3 personified as daughter of Themis, Hes.Th. 902, cf. Pi.O.9.16, 13.6, B.12.186, D.25.11, Lyr.Adesp.140.6, IG2.1598; title of a poem by Tyrtaeus, cf. Arist.Pol. 1307a1, Str.8.4.10.II (εὔνομος 11
) diligence in foraging: metaph., of bees, Philostr.Im.2.2; regularity in pasturing, of sheep, Longus 1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνομία
-
111 κα
κᾱ, [dialect] Dor. for [dialect] Ep., [dialect] Aeol. κε ([etym.] ν),= [dialect] Att., Arc. ἄν, SIG9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., Leg.Gort.1.9, Foed.Delph.Pell.2A9, Ar.Ach. 737, 799, Lys. 117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., SIG56.8 (Argos, v B.C.), Leg.Gort.1.1, etc.]------------------------------------κᾰ, shortd. form of κατά used before the article,Aκα τὸν νόμον IG5
(2).16 ([place name] Arcadia); κα τῶννυ ib.262;κα τοὺς νόμους SIG2860.9
(Delph., ii B.C.), etc.; (ibid.)κα τὰ δόξαντα.. τῇ βουλῇ Inscr.Magn.179.33
(ii A.D.): also in compds., cf. καβαίνων, etc. -
112 καθεύδω
καθεύδω, so also in [dialect] Ion., Hdt.2.95 codd.: [tense] impf. καθεῦδον ([etym.] καθηῦδον) Il.1.611, Ar.Av. 495, Pl.Smp. 217d, al.;Aἐκάθευδον Lys.1.13
,23, X.Oec.7.11: [tense] fut. , X.Cyr.6.2.30, etc.: [tense] aor. ἐκαθεύδησα (not in [dialect] Att.), Luc.Asin.6; inf. καθευδῆσαι Hp Int.12:— lie down to sleep, sleep, Il.1.611, Od.3.402, etc.; opp. ἀγρυπνέω, ἐγρήγορα, Thgn.471, Pl.Phd. 71c, etc.;καλὸς νέκυς, οἷα καθεύδων Bion 1.71
;κ. μάτην A.Ch. 881
; νυκτὸς κ. to sleep by night, Pl.Phdr. 251e; κ. τὰς νύκτας to sleep all one's nights, Bato 4; μαλακῶς, σκληρῶς κ., Antiph.187.6, Timocl.16.2; of male and female,ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι Od.8.313
;κ. μετά τινος Pl.Smp. 219d
: generally, pass the night, τὴν βουλὴν εἰς ἀκρόπολιν ἰέναι κἀκεῖ κ. And.1.45; κ. ἐπὶ ξύλου roost, of a fowl, Ar.Nu. 1431; ἐκ τοῦ καθεύδοντος from a sleeping state, Pl.Phd. 72b.II metaph., lie asleep, lie idle, , cf. X.HG5.1.20, An.1.3.11, D.19.303; κ. τὸν βίον to be asleep all one's life, sleep away one's life, Pl.R. 404a; opp. ἐνεργεῖν, Arist.EN 1157b8; opp. προσέχειν τοῖς πράγμασι, Plu.Pomp.15.2 of things, lie still, be at rest, ἐλπίδες οὔπω κ. E.Ph. 634; : τοὺς νόμους ἐᾶν κ. Plu.Ages. 30.3 of the sleep of death,καθεύδοντες ἐν τάφῳ LXXPs.87(88).6
, cf. Da.12.2, 1 Ep.Thess.5.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθεύδω
-
113 κακουργέω
A do evil, work wickedness, E.Or. 823 (lyr.), etc.;κ. τι Antipho 2.3.2
; μηδὲν κ. Pl.Prt. 326a;περί τινας Id.R. 416d
; ἵππος ἢν κακουργῇ be vicious, X.Oec.3.11; ἀδικεῖν καὶ κ. Ar.Nu. 1175;κ. καὶ ἐξαμαρτάνειν Pl.Hp.Mi. 375d
:—[voice] Pass., εὗρέν τι -ηθέν found that a fraud had been committed, POxy.1468.19 (iii A.D.).2 of discussion, κ. ἐν τοῖς λόγοις use captious or unfair arguments, Pl.Grg. 489b, cf. 483a, Arist.Rh. 1404b39.3 of things,ὁ.. ἱδρὼς κακουργεῖ X.Mem.1.4.6
.2 c. acc. rei, ravage a country,τὴν Εὔβοιαν Th.2.32
, cf. 3.1;κ. τὴν Χώραν καὶ τὰ κτήματα Pl.Lg. 760e
, etc.; κ. τὸν λόγον spoil the argument, Id.R. 338d.4 c. dat., κ. τοῖς προβάτοις, of dogs, Pl.R. 416a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακουργέω
-
114 κατακοιμάω
κατακοιμ-άω (on the Hom. usage v. infr. 11.2):I intr., sleep, pass the night, ξεῖνόν τινα Χρήμασι πείσας κατεκοίμησε (v.l. -ισε) ἐς Ἀμφιάρεω he went to sleep there, Hdt.8.134: freq. v.l. for -κοιμίζω 11 (q.v.).II causal, put to sleep, οὐδὲ.. λάθα κατακοιμάσῃ (sc. τοὺς νόμους) S.OT 871 (lyr.); κατεκοίμησα τοὐμὸν ὄμμα ib. 1222 (lyr.); v.l. for -κοιμίσαντ ' in Pl.Smp. 223d:—[voice] Pass.,- κοιμηθεὶς ὑπὸ μέθης Them. Or.26.326b
; θυμὸς κ. ὑπὸ λογισμοῦ ib.8.110c.2 used by Hom. only in [tense] aor. [voice] Pass., sleep,κατακοιμηθῆναι Il.2.355
, Hdt.2.121.δ'; κατακοιμηθήτω Il.9.427
;κατακοιμηθέντες ἐν τῷ ἱρῷ Hdt.1.31
;ὃς ἂν ὑπαίθριος κατακοιμηθῇ Id.4.7
, cf. Plb.3.67.2 (v.l.); imper. [tense] pres.κατακοιμάσθω Ar.Th.46
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακοιμάω
-
115 καταπατέω
A trample under foot, Th.7.84, etc.; ὑσὶ τὸ σπέρμα κ. trample down the seed (i.e. have it trampled down) by swine, Hdt. 2.14:—[voice] Pass., Id.7.173, 223, Th.5.72, D.34.37; .2 metaph.,κατὰ δ' ὅρκια πιστὰ πάτησαν Il.4.157
;κ. τοὺς νόμους Pl.Lg. 714a
;τὰ γράμματα Id.Grg. 484a
;τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ Ep.Hebr.10.29
;ὅρκον Lib.Ep.14.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπατέω
-
116 κλιμακίζω
2 metaph., pervert, distort,τοὺς νόμους Din.Fr.9.1
([full] κλιμάζω Harp., Phot.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιμακίζω
-
117 παραβαίνω
Aπαρβεῶντας Abh.Berl.Akad.1925(5).21
([place name] Cyrene) is prob. from a byform Παραβάω: [tense] fut. - βήσομαι: [tense] pf. - βέβηκα; part. - βεβώς, [dialect] Ep. - βεβᾰώς: [tense] pf. [voice] Pass. - βέβασμαι (v. infr. 11.1): [tense] aor. 2 παρέβην: [tense] aor. [voice] Pass.παρεβάθην Th.4.23
:— go by the side of, and in [tense] pf., stand beside, twice in Hom., c. dat., of one standing beside the warrior in the chariot (cf. παραβάτης), Ἕκτορι παρβεβαώς Il.11.522
; of two warriors,παρβεβαῶτε.. ἀλλήλοιιν 13.708
; also [tense] impf. παρέβασκε, of the combatant in the chariot, 11.104; butπαρεβεβήκεέ οἱ ἡνίοχος Hdt. 7.40
.1 overstep, transgress,τὰ νόμιμα Hdt.1.65
; (anap.); ;εἴ τι τούτων παραβαίνοιμι IG12.15.42
, cf. 76.57;θεοῦ νόμον E. Ion 230
(lyr.);οὐ τοὺς νόμους μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρὸν τῆς ἀναρρήσεως καὶ τὸν τόπον Aeschin.3.204
; θεσμούς, ὅρκους, Ar.Av. 331, 332 (both lyr.), cf. Th.1.78, Lys.9.15;τὰς σπονδάς Ar.Av. 461
: c. acc. pers., π. τινὰ δαιμόνων sin against a god, Hdt.6.12, cf. D.H.1.23; οὓς παραβαίνειν αἰσχρόν disappoint, Chor.p.80 B. (cf. v): abs., παραβάντες transgressors, A.Ag.59 (anap.);ὁ παραβαίνων Arist.Pol. 1325b5
:—[voice] Pass., to be transgressed or offended against,σπονδὰς.., ἅς γε ὁ θεὸς.. νομίζει παραβεβάσθαι Th.1.123
;νόμῳ παραβαθέντι Id.3.67
;ἐὰν καὶ ὁτιοῦν παραβαθῇ Id.4.23
;παραβεβασμένοις ὅρκοις D.17.12
; παραβαινομένων abs., as offences were committed, Th.3.45.b with Prep.,π. παρὰ τὴν συγγραφήν AJA16.13
(Sardes, iv/iii B. C.).c c. gen., go aside from,τῆς ἀληθείας Arist.Cael. 271b8
.4 οὔ με παρέβα φάσμα it escaped me not, E.Hec. 704 (lyr.).IV come forward, esp. of the Com. parabasis (v. παραβασις) ,π. πρὸς τὸ θέατρον step forward to address the spectators, Ar.Ach. 629, Eq. 508, Pax 735; alsoοὐκ ἂν παρέβην εἰς λέξιν τοιάνδ' ἐπῶν Pl.Com. 92.2
: similarly, metaph.,δοκεῖν παραβεβηκέναι τῇ πρώτῃ σκηνῇ Procl. in Prm.p.523
S.V in [voice] Med., c. acc. pers., commit an offence against, Chor.p.68 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβαίνω
-
118 παρακαταθήκη
παρακατα-θήκη, ἡ,A deposit of money or property entrusted to one's care, Hdt.5.92.ή; αἱ τῶν χρημάτων π. Isoc.1.22
; π. Ἀθηναίας, i.e. deposited in her temple, IG22.1407.42; π. ἔχειν ib.12.116.16, Th.2.72, cf. Anaxandr.55.1;π. χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος Pl.R. 442e
;π. καταθέσθαι παρά τινι Lys.32.16
, cf. 5; ἀποδιδόναι to restore it, Arist. EN 1135b7; ἀποστερῆσαι to withhold it, Id.Rh. 1383b21; ἐν π. δοθῆναι, ἔχειν, Plb.5.74.5, Mitteis Chr. 372 vi 19 (ii A. D.); αἱ π. τῆς τραπέζης banking deposits, D.36.6: metaph., ταῦτ' (sc. τοὺς νόμους)ἔχεθ'.. παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ π. Id.21.177
;οἱ τὴν τῶν νόμων π. ἔχοντες Aeschin.1.187
.2 of persons entrusted to guardians, ward,Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος π. δεξαμένη Hdt.2.156
; of children, D.28.15; of persons under the protection of the state, sacred trust, Din.1.9. (Cf. παρκαθήκα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαταθήκη
-
119 παραπηδάω
II leap upon, of hounds, X.Cyn.6.22 : metaph.,δημαγωγὸς αὐτοῖς ἐκ παιδαγωγείου παραπεπήδηκεν ὁ Πομπήϊος Plu.Pomp.6
; ὁ πλοῦτος παραπηδήσας ἐρεῖ .. Crantorap.S.E.M.11.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπηδάω
-
120 παρεῖδον
A observe by the way, remark, notice, τινί τι something in one,οὔτε τινὰ δειλίην μοι παριδών Hdt. 1.37
, cf. 38 ; π. ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδέν ib. 108.II overlook, disregard,τοὺς νόμους Antipho 1.24
, cf. Lycurg.64;παρεῖδε πρὸς τὰ δίκαια Μειδίαν D.21.96
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεῖδον
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek