-
41 ἔγ-καιρος
-
42 ἔκ-καιρος
ἔκ-καιρος, über die Zeit hinaus, veraltet, μήλων ῥυτίς Ep. ad. 60 (XI, 417).
-
43 Έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα
– Έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα• Пришло время платить по заслугамИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Придет время, он пожалеет об этом• Получит по заслугам• Как аукнется, так и откликнетсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα
-
44 Ο καιρός είναι γιατρός
– Ο καιρός είναι γιατρός• Время лучший лекарь• Время лечитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο καιρός είναι γιατρός
-
45 Έχει ο καιρός γυρίσματα, κι ο χρόνος εβδομάδες
• Всё в своё времяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έχει ο καιρός γυρίσματα, κι ο χρόνος εβδομάδες
-
46 αρκετός καιρός
доcта времеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αρκετός καιρός
-
47 temps
καιρός -
48 počasí
καιρός -
49 weather
καιρός -
50 καίρω
καῖροςrow of thrums: masc nom /voc /acc dualκαῖροςrow of thrums: masc gen sg (doric aeolic)καιρόωrow of thrums: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)καιρόωrow of thrums: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————καῖροςrow of thrums: masc dat sg -
51 Καιροί
Καιρόςdue measure: masc nom /voc pl -
52 Καιρούς
Καιρόςdue measure: masc acc pl -
53 Καιρέ
Καιρόςdue measure: masc voc sg -
54 Καιρόν
Καιρόςdue measure: masc acc sg -
55 Καιρώς
Καιρόςdue measure: masc acc pl (doric) -
56 καιροί
καιρόςdue measure: masc nom /voc plκαιρόωrow of thrums: pres subj mp 2nd sgκαιρόωrow of thrums: pres ind mp 2nd sgκαιρόωrow of thrums: pres subj act 3rd sg -
57 καιρούς
καιρόςdue measure: masc acc pl -
58 καιρέ
καιρόςdue measure: masc voc sg -
59 καιρόν
καιρόςdue measure: masc acc sg -
60 καιρώς
καιρόςdue measure: masc acc pl (doric)
См. также в других словарях:
Καιρός — (kairos) (греч.) надлежащая мера; благоприятный момент; удача; выгода. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Καιρός — due measure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρός — due measure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καῖρος — row of thrums masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
καίρος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
καιρός — ο 1. ο κατάλληλος χρόνος: Τώρα είναι καιρός για φευγάλα. 2. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος που ωριμάζουν τα προϊόντα: Τα αχλάδια είναι στον καιρό τους. 3. χρονική περίοδος, κατά την οποία συμβαίνει ή συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός. 4. μετεωρολογικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρύσον τὸ πῦρ. — См. Друг познается в несчастии … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καίρω — καῖρος row of thrums masc nom/voc/acc dual καῖρος row of thrums masc gen sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καιροῖν — Καιρός due measure masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιροῖν — καιρός due measure masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)