-
21 καῖ'
καῖε, καίωkindle: pres imperat act 2nd sgκαῖε, καίωkindle: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
22 και
-
23 καἰ
-
24 καί
καίand: indeclform (conj) -
25 καί νύ
-
26 καί ῥα
-
27 καὶ ἄν
-
28 καὶ δή
-
29 καὶ εἰ
καὶ εἰ, auch wenn, sogar dann wenn, gesetzt auch daß -
30 καί νύ κε
-
31 καί ῥα
καί ῥα, und da, und nun -
32 καί
(κ;κι') σύνδ. 1) и, да; также, тоже;εγώ καί συ — я и ты;
δυό καί δυό κάνουν τέσσερα — два и два четыре;
καλό κι' αυτό и это хорошо;θα πάω κι' εγώ στο θέατρο я тоже пойду в театр; 2) а; εγώ κλαίω, και συ γελάς я плачу, а ты смеёшься; καί συ, Πέτρο; а ты, Пётр?; θα πάω κι' εγώ στο μουσείο, και δεν πας; я тоже пойду в музей, а почему бы тебе не пойти?; 3) даже; τρέμω και να το συλλογιστώ мне страшно даже об этом подумать; αυτό το ξέρει και ένα μικρό παιδί это знает даже малый ребёнок; 4) как; δεν είμαι σαν και σένα я не такой как ты; 5) что; θαρρείς και λέω ψέματα; думаешь, что я вру?; βλέπω κ' έχεις κέφι я вижу, что ты в хорошем настроении; 6) потому что; μην επιμένεις και δεν έχεις δίκιο не спорь, (потому что) ты не прав; 7) или; καί να θέλεις και να μη θέλεις, θα γίνει хочешь ты или не хочешь, но это случится; 8) когда, как, как только; δεν είχα καλά-καλά ξεκινήσει κ' έπιασε η μπόρα не успел я уйти, как начался дождь; 9): τον βρήκα κι' έτρωγε я его застал за обедом; πηγαίνω και σε καταγγέλλω я ведь могу на тебя и пожаловаться;§ 6*ν καί ( — или καί πού) — хотя;
λοιπόν; — и что же дальше?;καί οι δυό — оба;
κι' έτσι итак;όλα κι' όλα довольно!, хватит!; ένας κ' ένας один к одному;καί.
... ακόμη — или ακόμη καί — даже;καί έπειτα; — ну и что же?;
καί μάλιστα — или καί... μάλιστα — и даже;
καί όμως — всё-таки, тем не менее, однако;
όμως καί — но и, но если даже;
καί πού είσαι ακόμη! — это ещё не всё;
καί ως τόσο — однако, тем не менее, всё-таки;
ως καί — даже;
αλλά καί — или μα καί — но и;
μιά καί — поскольку, раз, так как;
καί μιά καί δυό — сразу же, немедленно;
όποιος (δσος, б, τι κ.λ.π.) κι' άν (καί να) кто (сколько, что) бы ни...;καί άν ( — или κι' άν, καί νά) — если (бы);
κι' αν... κι' άν ( — или καί να... και να) — или... или;
καί άς или κι' άς хотя, пусть (даже) -
33 Καὶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Καὶ
-
34 καὶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καὶ
-
35 Καί
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Καί
-
36 καί
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καί
-
37 καί
+ С 11704-20358-10700-8608-10870=62240 Gn 1,1.2(tris).3and Gn 1,1; id. (stereotypical rendition of copulative-ו where δέ is expected) Gn 1,3; and especially 2 Chr 35,24(septimo); and then, and so Sir 2,6(primo); and yet, and in spite of that, nevertheless Ps 94(95),9; also, likewise Hab 2,16; but Ct1,5; or Dt 19,15(tertio)ἐλπίδος καὶ σωτηρίας hope of life (ex-pressing hendiadys) 2 Mc 3,29; τε... καὶ... as well... as..., both... and... Gn 34,28Cf. AEJMELAEUS 1982, 1-198; BLOMQVIST 1974 170-178; 1979 46; DORIVAL 1994, 52; HARLÉ 1988, 56-57; MARSHALL 1954, 182-183 -
38 καί
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καί
-
39 καί
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καί
-
40 καί
и, также.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καί
См. также в других словарях:
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη … Dictionary of Greek
και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
καί — and indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek