-
1 ίλιγγιάω
ίλιγγιάω, am Schwindel leiden, οἱ πάνυ παλαιοὶ ἄνϑρωποι ἀεὶ ἰλιγγιῶσι Plat. Crat. 411 b, ἡ ψυχὴ ἰλιγγιᾷ ὥςπερ μεϑύουσα Phaed. 79 c; übertr., verwirrt, bestürzt sein, ὑπὸ τοῠ δέους τῶν ὅπλων Ar. Ach. 581, vgl. ἰλ. κάρα λίϑῳ πεπληγμένος 1218, ἐσκοτώϑην καὶ ἰλιγγίασα εἰπόντος αὐτοῦ ταῠτα Plat. Prot. 339 e, καὶ χασμάομαι Gorg. 486 b 527 a; ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Lys. 216 c; Sp., wie Plut., ἐπί τινι, Luc. Tox. 30; πρός τι, Hel. 5, 6. – Auch εἰλιγγιάω.
-
2 ἰλιγγιάω
A become dizzy, lose one's head, as when one looks down from a height,ἰλιγγιῶν ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht. 175d
; from drunkenness,ψυχὴ ἰ. ὥσπερ μεθύουσα Id.Phd. 79c
;ἰ. κάρα λίθῳ πεπληγμένος Ar.Ach. 1218
;ἰ. καὶ χασμᾶσθαι Phld.Rh.2.176S.
; from perplexity,ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Pl.Prt. 339e
;ἰ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Id.Ly. 216c
;ὑπὸ τοῦ δέους Ar.Ach. 581
;ἐπί τινι Luc.Tox.30
;πρὸς τὴν θέαν Hld.5.6
:—also written εἰλιγγιάω, freq. in codd. of Pl., cf. AP7.706 (Diog.), Plu.Alex.74;ἰλ- Phld.
l.c.; εἰλιγγιάω but ἴλιγγος acc. to Sch.Ar.Ach. 581, Suid. s.v. εἰλιγγιῶ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλιγγιάω
-
3 χασμάομαι
χασμάομαι, dep. med., gähnen, weit aus einander klaffen, gähnen, bes. das Maul öffnen; Ar. Equ. 823 ὁπόταν χασμᾷ, wo der Schol. erkl. ὁπότε μετεωροφρονεῖς καὶ περὶ ἄλλα τὴν διάνοιαν ἔχεις; – von der Thür, Alexis bei Ath. IV, 165; – übertr., verlegen, verblüfft sein, καὶ ἰλιγγιάω Plat. Gorg. 486 b 527 a; ὥςπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες Charm. 169 e.
-
4 καρηβαρέω
A to be heavy in the head, drowsy, τὴν κεφαλὴν κ. Arist. PA 653a14; [ ἰχθύδια] κ. ὑπὸ τοῦ ψόφου bewildered, Id.HA 534a4; stagger as one drunken, Ph.2.123;τῷ σώματι κ. καὶ σφάλλεσθαι Plu.Art. 11
, cf. Ant.85, Q.S.6.266; to be top-heavy, of a spindle charged with yarn, AP6.160 (Antip. Sid.); μῆλα -έοντα κορύμβοις ib.5.257 (Paul. Sil.); have a headache,ναυτιῶντα καὶ -οῦντα ὑπὸ τοῦ σάλου Luc.Herm. 28
:—also [suff] κᾰρηβᾰρ-άω Pherecr.218 ( καραι- codd. Eust.), Thphr.Od.46 (but- βαρεῖν HP9.8.6
), v.l. in Luc.Lex.13; and [suff] κᾰρηβᾰρ-ιάω v.l. in Ar.Fr. 792, prob. l. in Telecl.44, cf. Sch.Opp.H.3.368:—the form [full] κᾰρηβοάω, = ἰλιγγιάω is quoted by Ael.Dion.Fr. 221, and καρηβορᾶν, καρυβοᾶν are vv.ll. in Ar.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρηβαρέω
См. также в других словарях:
βινητιώ — βινητιῶ ( άω) (Α) έχω σφοδρή επιθυμία για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του ρ. βινώ* που σχηματίζεται με την επιθηματική επαύξηση ητιάω, ώ (πρβλ. μαθητιάω, ώ, ωνητιάω, ώ) από ονόματα σε ητ(ής) και το επίθημα ιάω που αποσπάστηκε από ρήματα που… … Dictionary of Greek