-
1 μὴ ὅπως
μὴ ὅπως and [full] μὴ ὅτι, elliptic phrases, μὴ [ λέγε] or μὴ [ ὑπολάβητε] ὅπως or ὅτι.. (as οὐχ ὅπως for οὐ λέγω ὅπως), stronger than οὐχ ὅπως,A not to speak of.., let alone..,I folld. by other Conjs.,1 μὴ ὅπως or μὴ ὅτι, not only not, folld. by ἀλλ' οὐδέ, asμὴ ὅπως ὀρχεῖσθαι.., ἀλλ' οὐδ' ὀρθοῦσθαι ἐδύνασθε X.Cyr.1.3.10
; οὐκ ἂν.. ἐργαζοίμεθα μὴ ὅτι τὴν τούτων, ἀλλ' οὐδ' ἂν τὴν ἡμετέραν ib.3.2.21, cf. D.30.20,21.2 μὴ ὅτι folld. by ἀλλά and a neg. or suggested neg., asμὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα Pl.Ap. 40d
, cf.Prt. 319d, etc.;μὴ ὅτι θεός, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωποι οὐ φιλοῦσι X.Cyr.7.2.17
.II in second clause, the first being usu. neg. or suggesting a neg.,οὐδὲ ἀναπνεῖν, μὴ ὅτι λέγειν τι δυνησόμεθα Id.Smp.2.26
, cf. Pl.Phdr. 240e, Tht. 161d: after a question expecting a neg. answer, δοκεῖ σοι ῥᾴδιον εἶναι διδάξαι ὁτιοῦν πρᾶγμα, μὴ ὅτι τοσοῦτον; Id.Cra. 427e; [ἁρμονίαι] ἄχρηστοι καὶ γυναιξίν, μὴ ὅτι ἀνδράσι Id.R. 398e
: more strongly μὴ ὅτι γε δὴ .. D.54.17 codd.; (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μὴ ὅπως
-
2 σοφιστής
A master of one's craft, adept, expert, of diviners, Hdt.2.49; of poets,μελέταν σοφισταῖς πρόσβαλον Pi.I.5(4).28
, cf. Cratin.2; of musicians,σοφιστὴς.. παραπαίων χέλυν A.Fr. 314
, cf. Eup.447, Pl.Com. 140; σοφιστῇ Θρῃκί (sc. Thamyris) E.Rh. 924, cf. Ath.14.632c: with modal words added,οἱ σ. τῶν ἱερῶν μελῶν Ael.NA11.1
; of the Creator of the universe ([etym.] ὁ δημιουργός) , πάνυ θαυμαστὸν λέγεις ς. Pl.R. 596d; of cooks,εἰς τοὺς σ. τὸν μάγειρον ἐγγράφω Alex.149.14
, cf. Euphro 1.11; οἱ τὴν ἱππείαν ς. skilled in.., Ael.NA13.9: metaph., σ. πημάτων deviser, contriver of pains, E.Heracl. 993:—then,2 wise, prudent or statesmanlike man, in which sense the seven Sages are called σοφισταί, Hdt.1.29, cf. Isoc.15.235, Arist.Fr.5, D.61.50; of Pythagoras, Hdt.4.95; of natural philosophers, Hp.VM20; of Isocrates and Plato, D.H.Comp.25; of the Βραχμᾶνες, Arr.An.6.16.5, cf. γυμνοσοφισταί; freq. with a slightly iron. sense,ἵνα μάθῃ σ. ὢν Διὸς νωθέστερος A.Pr.62
, cf. 944;ψυχή.. κρείσσων σοφιστοῦ παντὸς εὑρέτις S.Fr. 101
, cf. E.Hipp. 921: prov., : of the philosophic sage, Aristid.2.311 J.II from late v B.C., a Sophist, i.e. one who gave lessons in grammar, rhetoric, politics, mathematics, for money, such as Prodicus, Gorgias, Protagoras,τὴν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς ἀποκαλοῦσιν X.Mem.1.6.13
, cf. Cyn.13.8, Th.3.38, Pl.Prt.31 3c, Euthd. 271c, La. 186c, Men. 85b, Isoc.15.148, Arist.SE 165a22;σ. ἄχρηστοι καὶ βίου δεόμενοι Lys.33.3
; but sts. even of Socrates (though he did not teach for money), Aeschin.1.173; so of Christ, Luc.Peregr.13: hence (from the ill repute of the professed sophists at Athens),2 sophist (in bad sense), quibbler, cheat, Ar.Nu. 331, 1111, al., Pl.Sph. 268d;γόητα καὶ σοφιστὴν ὀνομάζων D.18.276
.3 later of the ῥήτορες, Professors of Rhetoric, and prose writers of the Empire, such as Philostratus and Libanius, Suid.;Ἀπολλωνίδῃ σοφιστῇ PLips. 97
X 18 (iv A.D.); freq. as a title in epitaphs, IG3.625,637,680,775, 14.935.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοφιστής
См. также в других словарях:
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek
καταγένεση — η βιολ. παλίνδρομη ή ανάστροφη εξέλιξη τών ειδών αντίρροπη προς τη βαθμιαία εξέλιξη κατά την οποία όσοι χαρακτήρες αποβαίνουν άχρηστοι υποχωρούν και εκλείπουν για να αναπτυχθούν άλλοι χαρακτήρες ωφέλιμοι για το είδος σε νέες συνθήκες… … Dictionary of Greek