-
141 νυν
a c. impv.σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ N. 1.13
μή νυν μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν (Tricl.: νῦν codd.) I. 2.43b καί νυν καί νυν ἐς ταύταν ἑορτὰν ἵλαος νίσεται (byz.: νῦν codd.) O. 3.43 καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν (byz.: νῦν codd.) O. 7.13 ἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι καί νυν κελαδησόμεθα (Boeckh: νῦν codd.) O. 10.78 ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσι (Er. Schmid: νῦν codd.) P. 3.66 “τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες καί νυν ἐν τᾷδ ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα” (Tricl.: νῦν codd.) P. 4.42 καί νυν ἐν Πυθῶνι (Tricl.: νῦν codd.) P.9. 71. ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν (Er. Schmid: νῦν codd.) P. 11.7 τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν (Er. Schmid: δὲ καὶ νῦν codd.: καὶ νῦν Pauw.) N. 6.8c c. art., pro adv. ( φωνὰν) ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ νυν ἢ Θρασυδᾴῳ (Er. Schmid: νῦν codd.) P. 11.44
См. также в других словарях:
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη … Dictionary of Greek
και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
καί — and indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek