-
21 ἐν-αργής
ἐν-αργής, ές (entweder von ἀργός, ἀργής, od. ἐν ἔργῳ), sichtbar, leibhaft; οὐ γάρ πω πάντεσσι ϑεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς Od. 16, 161, Il. 20, 131 u. öfter (vgl. Luc. Philops. 13) wenn sich die Götter in ihrer wahren Gestalt zeigen; übh. augenfällig, deutlich; ὄνειρον Od. 4, 841, wie Aesch. Pers. 175; Plat. Crit. 44 b; ἐναργὴς βάξις ἦλϑεν Ἰνάχῳ Aesch. Prom. 666; πρὶν ἂν κείνας ἐναργεῖς δεῠρό μοι στήσῃς ἄγων, mir leibhaft vor Augen stellst, Soph. O. C. 914; ἐναργὴς βλεφάρων ἵμερος Ant. 790; λῃστὴς τυραννίδος, ein offenbarer Räuber, O. R. 535; βωμός, ein stattlicher, großer Altar, Pind. Ol. 7, 42; τεκμήριον, einleuchtend, Plat. Ion 535 c; σημεῖα Tim. 72 b; αἴσϑησις Phaedr. 250 b, κακία Theaet. 176 c; καὶ σαφὲς παράδειγμα Dem. 19, 263, vgl. 14, 4; μαρτύριον Pol. 4, 8, 4 u. a. Sp. – Adv. ἐναργέως, Her. 8, 77; ἐναργῶς, Aesch. Spt. 126; πάρεστ' ἐν., er ist leibhaftig da, Soph. El. 878; Folgde, z. B. ἰδεῖν Plat. Soph. 254 a; είδέναι Legg. XI, 927 d; ἐπιδεῖξαι Prot. 320 b; εἰπεῖν Tim. 49 e; οὐ δι' αἰνιγμάτων, ἀλλ' ἐν. γέγραπται Aesch. 3, 121.
-
22 ἐν-εργός
ἐν-εργός, arbeitend, handelnd, wirksam (ἐν ἔργῳ ὤν, eigtl. in der Ausübung seiner Thätigkeit seiend); μηδὲ δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσϑαι Plat. Legg. II, 674 b; στράτευμα Xen. Cyr. 2, 2, 23; ὅπως ἤν τι δέῃ ὁδοποιΐας εὐϑὺς ἐνεργοὶ ἦτε, gleich Hand anleget, 6, 2, 36; Ggstz σχολὴν ἄγειν, Luc. Hermot. 1; περί τι, Pol. 3, 17, 4 u. a. Sp., Etwas betreiben; bes. vom Kaufmann, z. B. Dem. 35, 7, wo Leute sich Geld leihen, ὅπως ἐνεργοὶ ὦσι (vgl. Her. 8, 26 ἄνδρες βίου δεόμενοι καὶ ἐν. βουλόμενοι εἶναι, die Etwas verdienen wollen); vom Gelde, χρήματα ἐνεργά, im Ggstz von ἀργά, Geld, das arbeitet, Zinsen trägt, Dem. 27, 7; τὸ δάνειον ἐνεργὸν ποιεῖν εἰς Αἴγυπτον 56, 29; vgl. Xen. Hier. 11, 4. Auch sonst von Dingen; ἡμέρα, Werkeltag, Her. 8, 26; γῆ, χώρα, Xen. Cyr. 5, 4, 12. 8, 6, 8 Hell. 4, 4, 1, fruchtbringendes, also bestelltes Land, im Ggstz des ἀργός, Cyr. 3, 2, 9; χώρας ἐνεργοὺς ποιεῖν Oec. 4, 17; πεδίον πολλαῖς ἐνεργὸν ἀνϑρώπων μυριάσι, das für viele Tausende Frucht bringt, Plut. Caes. 58; von Bergwerken, ergiebig, Xen. Vect. 4, 2; ὑσσοί Pol. 1, 40, 12; πελέκεις D. Sic. 5, 39; von Heilmitteln, Medic.; πορεία, angestrengter Marsch, Pol. 5, 8, 3; πολιορκία u. ä., Pol., bei dem oft die v. l. ἐνεργής sich findet. – Adv. ἐνεργῶς, z. B. μάχεσϑαι, mit Anstrengung, tüchtig, Xen. Hem. 3, 4, 11; ἐνεργότερον ἅψασϑαι πολέμου D. Sic. 12, 67, v. l. ἐναργέστερον.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
Άργος Ορεστικό — Κωμόπολη (υψομ. 660 μ., 7.558 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα. Αποτελεί έδρα του δήμου Ορεστίδος. Στη σημερινή του θέση βρισκόταν η αρχαία αιολική ομώνυμη πόλη, η οποία κατά την παράδοση είχε χτιστεί από τους … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος … Dictionary of Greek
Αμφιλοχία ή Αμφιλοχικόν Άργος — Πόλη που ίδρυσε ο Αμφίλοχος, γιος του Αμφιαράου και της Εριφύλης, όταν, γυρίζοντας μετά τον Τρωικό πόλεμο στο Άργος, βρήκε την κατάσταση εκεί δυσάρεστη και πήγε στην Ακαρνανία, που ολόκληρο το βόρειο τμήμα της λεγόταν τότε Α. (Θουκυδίδης, Β 68).… … Dictionary of Greek
αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
Φαμπρίτιους — (Fabrittius). Επώνυμο 2 Ολλανδών ζωγράφων του 17ου αι. 1. Φ. Βερνάρδος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Λέγεται πάντως ότι ήταν μαθητής του Ρέμπραντ. Τα σπουδαιότερα από τα έργα του τιτλοφορούνται: Προσωπογραφία του αρχιτέκτονα… … Dictionary of Greek
моутьнѣ — (1*) нар. Лениво, вяло: а(з) рече инамо мутнѣ. ни лѣнивѣ и ѿнелѣже х(с)у обѣща(х)сѧ. i славы ˫ако бремѧ ѿ плещю ѿрѧсо(х) (ἐγὼ νωϑής, ἔφη, εἰμὶ καὶ ἀργός) ГБ ХIV, 194б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στόμαργος — και στύμαργος και στρύμαργος, ον, και στομάργης και στυμάργης, ὁ, Α 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. (μόνον στον τ. στρύμαργος) (κατά τον Γαλ. στο Λεξ. Ιπποκρ.) «ὁ μανικός, ἐπτοημένος περὶ τὰ ἀφροδίσια». [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + ἀργός (Ι) «ταχύς, γρήγορος»… … Dictionary of Greek