-
41 κόρος [2]
κόρος, ὁ, ion. u. ep. κοῦρος, auch in lyr. Stellen der Tragiker, wie Eur. Suppl. 55; dor. κῶρος, Theocr. 1, 47; – Knabe, Jüngling, Sohn, von dem frühesten Alter an; ὅντινα γαστέρι μήτηρ κοῠρον ἐόντα φέροι Il. 6, 59; τότε κοῠρος ἔα, νῠν αὖτέ με γῆρας ἱκάνει 4, 321; πρῶτον ὑπηνήτης 24, 347; πρωϑῆβαι Od. 8, 264; in der Odyss. werden auch öfters die Freier mit κοῠροι angeredet, z. B. 2, 96 κοῦροι ἐμοὶ μνηστῆρες; in der Il., 9, 86. 12, 196, u. sonst heißen die gemeinen Krieger so; auch häufig die bei Opfern u. Festschmäusen aufwartenden Diener; κοῦροι Ἀχαιῶν, die junge Mannschaft der Achäer, ll.; auch κοῖροι Ἀϑηναίων u. ä., umschreibend, Eubul. Ath. II, 47 c. – Τίκτε ϑεόφρονα κοῦρον Pind. Ol. 6, 41; σὺν κόροις τε καὶ κόραις Aesch. frg. 35; ὁ Διὸς Ἀλκμήνας κόρος, Sohn, Soph. Trach. 644, der frg. 230 auch κοῦρος sagt, wie Eur. Suppl. 55, ἔτεκες καὶ σὺ κοῦρον, vgl. El. 463; aber δόμοις ἄρσεν' ἐντίκτω κόρον Andr. 24; – in Prosa, Plat. Legg. VI, 771 e u. öfter in diesen Büchern, sonst selten. – In Lacedämon hießen die Ritter so, Archyt. bei Stob. Flor. 43, 134; vgl. Ruhnken zu Tim. lex. p. 150. – Ueberh. = Schoß, Sprößling, auch an Bäumen u, Pflanzen, VLL.
-
42 ὁπότε
ὁπότε, ep. ὁππότε, ion. ὁκότε, correl. zu πότε, relativ u. indirect fragend, dann wann, wenn, als; – c. indic., Hom. u. Folgde überall; οὐδ' ὑμεῖς περ ἐνὶ φρεσὶ ϑέσϑε μ' ἀνεγεῖραι, ὁππότ' ἐκεῖνος ἔβη, als jener ging, Od. 4, 729; ἦ ῥά τι ἴδμεν, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖτ' ἐκ Πύλου, wissen wir, wann Telemach heimkehrt, ib. 633; Hes. O. 496 Th. 431. 595; Pind. Ol. 1, 37 u. öfter; ὁπότε γε καὶ τὸν ἐν χεροῖν κατεῖχον, da ich ja, Soph. O. C. 1696; Plat. Prot. 356 e Polit. 301 d u. sonst; – häufig im Vergleich, ὡς ὁπότε, wie wenn, Il. 11, 492. 23, 630; in welcher Vrbdg auch der conj. dabei steht, Il. 11, 305 Od. 4, 335. 17, 126; vgl. Heyne exc. IV zu Il. IX; – in der Betheuerung, ὡς ὄφελεν ϑάνατός μοι ἁδεῖν, ὁππότε υἱέι σῷ ἑπόμην, Il. 3, 173; – c. ἄν u. conj., zeitbedingend, dann, wann, so oft als, Il. 16, 62. 20, 316. Daher ist Il. 21, 340 ὁπότ' ἂν δὴ φϑέγξομ' ἐγών conj., wie ἱμείρεται Od. 1, 41; ὁππότε κεν – ϑήσει, Od. 16, 282, ist ein verdächtiger Vers. – Nach Homer wird daraus ὁπόταν, welches m. vgl.; einzeln findet sich auch der conj. ohne ἄν in dieser Vbdg, ὁππότ' ἐγώ περ ἴω, Il. 16, 245; ἄχνυται, ὁππότε τις μνήσῃ, Od. 14, 170; Hes. Th. 435. 782; ὁπότ' ἀϑρήσωσιν, Qu. Sm. 7, 410; – c. optat. in indirecter Rede, Soph. Trach. 821, Plat. Theaet. 143 c, Xen. An. 4, 6, 20; od. Ausdruck der wiederholten Handlung in der Vergangenheit, so oft, πολλάκι μιν ξείνισσεν, ὁπότε Κρήτηϑεν ἵκοιτο, Il. 3, 233; ὁπότε ἀναγκασϑείη, πάντας ἐκράτει, Plat. Conv. 220 a; ὁπότε τις εἴποι τὸ μὴ ὄν, ἀκριβῶς ᾤμην ξυνιέναι, Soph. 243 b; πάλιν δὲ ὁπότε ἀπίοιεν, ταὐτὸ ἔπασχον, Xen. An. 3, 4, 28, vgl. 7, 7, 6; εἰώϑει γοῦν, ὁπότε δεῦρ' ἐμβάλλοι, Cyr. 2, 1, 5; auch ὁπότε πρῶτον ὑμῶν τῳ σοφῶν ἐντύχοιμι, Plat. Hipp. mai. 286 d, sobald ich nur. Erst bei Sp. so auch in Beziehung auf die Gegenwart, Luc. D. mort. 21, 1. – Auch wie quoniam, da, da einmal, ὁπότε ἐνταῦϑά ἐσμεν τοῦ λόγου, τόδε ἀποκρινώμεϑα, Plat. Legg. X, 895 b; τότε μὲν ἦτε ἀγαϑοί, νῦν δ', ὁπότε περὶ τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ὁ ἀγών ἐστι, πολὺ προςήκει ἀμείνονας εἶναι, Xen. An. 3, 2, 15; χαλεπὰ τὰ παρόντα, ὁπότε στρατηγῶν τοιούτων στερόμεϑα, da wir solcher Feldherren beraubt sind, 3, 2, 2, vgl. Cyr. 6, 1, 8; u. so ὁπότε γε, da ja, An. 7, 6, 11, μέγας δὴ σύ γε, ὁπότε γε καὶ ἡμῖν τάξεις, ἃ ἂν δέῃ ποιεῖν, Cyr. 8, 3, 7; – ἦν δὲ ὁπότε, bisweilen, Xen. An. 4, 2, 27.
-
43 χειμάζω
χειμάζω, a) trans., – 1) dem Winter od. dem Frost aussetzen, pass. dem Winter od. Frost ausgesetzt sein, im Winter od. Frost ausdauern, überwintern; χειμασϑέντα δένδρα Theophr., wie χειμασϑῆναι χειμῶσιν ὡραίοις καὶ καλοῖς, von Bäumen, die in guten, gelinden Wintern durchkommen, id. – Auch = in Winterwohnungen, Winterquartiere bringen, pass. die Winterquartiere beziehen, sich im Winterlager befinden. – 2) Sturm erregen, durch Sturm und Ungewitter beunruhigen, ϑεοῦ τοιαῦτα χειμάζοντος Soph. O. C. 1500; auch übertr., durch Gefahren, Drangsal, Unglück beunruhigen, in heftige Gemüthsbewegung versetzen, u. pass. bestürmt, bedrängt werden; τίνα φῶ λεύσσειν τόνδε χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν χειμαζόμενον Aesch. Prom. 562, vgl. 840; ὡς τόδ' αἷμα χειμάζον πόλιν Soph. O. R. 101; ἄλλῃ ἐν τύχῃ χειμάζομαι Eur. Hipp. 315; χειμάζεται δόμων ὄλβος Ion 966; χειμασϑεῖσα πόλις Suppl. 287; sp. D., οὐκ ἔστι γήμας ὅςτις οὐ χειμάζεται Ep. ad. 405 (X, 116); ταῖς σαῖς ἀπειλαῖς, αἷς ἐχειμάσϑην τοτε Soph. Ant. 387; χειμαζομένη πόλις Ar. Ran. 361; im eigentlichen Sinne, χειμασϑεὶς ἀνέμῳ, Thuc. 8, 99, u. öfter; ἐν ϑαλάττῃ χειμαζομένου πλοίου Plat. Ion 540 b; u. übtr., χειμαζόμεϑα γὰρ ὄντως ὑπ' ἀπορίας ἐν τοῖς νῠν λόγοις Phil. 29 b, vgl. Lach. 194 c; ὅταν ἐν στρατείαις ἢ νόσοις ἢ ἐν ϑαλάττῃ χειμάζωνται Theaet. 170 a; χειμασϑεὶς ὑπὸ ταραχῆς Polit. 273 d; Sp., wie Pol. 3, 102, 5. – Auch = einen heftigen Fieberanfall haben, Lob. Phryn. 387. – b) intrans., im Winterlager, Winterquartier sein, überwintern; Her. 8, 133; Xen. Hell. 1, 2, 15; Plut. Pyrrh. 30; – stürmisch sein, ἐπί τινα, auf Einen losstürmen, Plut. reg. apophth. Fab. max. – Auch impers., χειμάζει, es stürmt, ist stürmische Witterung, Her. 7, 191, Xen. Oec. 8, 16.
См. также в других словарях:
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά … Dictionary of Greek
δήθεν — και δήθε (AM δῆθεν, Α και δῆθε) (ειρωνικά, ή για να δηλωθεί ότι όσα λέγονται δεν είναι αληθινά) τάχα, τάχατες («ήρθε δήθεν να μας χαιρετίσει», «παιρενέσει δῆθεν τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσατο») νεοελλ. (με το άρθρο) ο δήθεν αυτός που παριστάνει ή… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
πέρυσι — και πέρσυ ΝΜΑ, και πέρσι και επέρσι Ν, πέρυσιν Μ, και δωρ. τ. πέρυτι και πέρυτις, αιολ. τ. πέρρυσι και πέρυσυ και πέρισυ, Α κατά το προηγούμενο έτος, κατά την περασμένη χρονιά νεοελλ. 1. φρ. «κάθε πέρσι και καλύτερα» όσο περνούν τα χρόνια η… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek