Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καὶ+πλῆϑος

  • 1 Number

    subs.
    P. and V. ριθμος, ὁ, ρίθμημα, τό.
    Crowd, multitude: P. and V. πλῆθος, τό, ὅμιλος, ὁ, ὄχλος, ὁ, V. ἀνδροπλήθεια, ἡ.
    Of things: P. and V. πλῆθος, τό, ὄχλος, ὁ.
    Things have been done by them so great in importance and so many in number: P. τοιαῦτα αὐτοῖς τὸ μέγεθος καὶ τοσαῦτα τὸ πλῆθος εἴργασται (Lys. 120).
    In numbers, ( to surpass) in numbers: P. and V. πλήθει.
    To the number of: P. and V. εἰς (acc.).
    He was travelling with small numbers: V. ἐχώρει βαιός (Soph., O.R. 750).
    Equal in number, adj.: P. ἰσοπληθής, ἰσάριθμος.
    Numbers, poetry: P. and V. νόμος, ὁ, or pl.; see Song.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ριθμεῖν, διαριθμεῖν (mid. in P.), P. ἐξαριθμεῖν, V. πεμπάζειν.
    Calculate: P. and V. λογίζεσθαι.
    Number among: P. and V. καταριθμεῖν (ἐν, dat. or μετ, gen.).
    So numbered among: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.), V. ριθμεῖσθαι (gen. or ἐν, dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Number

  • 2 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 3 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 4 рой

    роя πλθ. рой, ров α.
    1. σμήνος, εσμός, σμάρι•

    рой диких пчл σμήνος άγριων μελισσών•

    над головой вьтся рой комаров и мух πάνω από το κεφάλι στριφογυρίζει σύννεφο από κουνούπια και μύγες.

    2. μτφ. πλήθος συρροή, χείμαρος• σωρεία•

    рой мыслей πλήθος σκέψεων•

    рой воспоминаний σωρεία αναμνήσεων.

    Большой русско-греческий словарь > рой

  • 5 Degree

    subs.
    Measure: P. and V. μέτρον, τό.
    Limit: P. and V. ὅρος, ὁ.
    Amount: P. and V. πλῆθος, τό.
    Both in warmth and cold there are degrees both of more and less: P. ἐν τε τῷ θερμοτέρῳ καὶ ψυχροτέρῳ τὸ μᾶλλον τε καὶ ἧσσον ἔνι (Plat., Phil. 24B).
    To come to such a degree of: P. and V. εἰς τοσοῦτο φικνεῖσθαι or ἥκειν (gen.).
    To the last degree: P. εἰς τὸ ἔσχατον, V. εἰς τοὔσχατον.
    By degrees: Ar. and P. κατ μικρόν, P. κατʼ ὀλίγον, κατὰ βραχύ.
    ——————
    subs.
    Rank: P. and V. τάξις, ἡ, ἀξίωμα, τό.
    High degree, nobility: P. and V. εὐγένεια, ἡ, γενναιότης, ἡ, εὐδοξία, ἡ, τιμή, ἡ, δόξα, ἡ.
    Of high degree, adj.: P. and V. γενναῖος, εὐγενής (Plat.), εὔδοξος.
    Low degree, subs.; P. and V. δυσγένεια, ἡ (Plat.), δοξία, ἡ.
    Of low degree, adj.: P. ἄδοξος, Ar. and V. δυσγενής, P. and V. δόκιμος.
    Degree of relationship, subs.: Ar. and P. ἀγχιστεία, ἡ (see Isae. 83), V. ἀγχιστεῖα, τά (Soph., Ant. 174).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Degree

  • 6 General

    adj.
    Common, shared by all: P. and V. κοινός, V. ξυνός, πάγκοινος.
    Public: P. and V. κοινός, Ar. and P. δημόσιος.
    Customary: P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθς, P. σύντροφος, Ar. and P. νομιζόμενος.
    What is this general assertion that you make? V. ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις; (Soph., Ant. 1049).
    Keeping as near possible to the general tenor of the words really spoken: P. ἐχόμενος ὅτι ἐγγύτατα τῆς συμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων (Thuc. 1, 22).
    Do you mean the ruler and superior in the general sense or in the exact signification: P. ποτέρως λέγεις τὸν ἄρχοντά τε καὶ τὸν κρείσσονα τὸν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἢ τὸν ἀκριβεῖ λόγῳ (Plat., Rep. 341B).
    The plague was such in its general manifestations: P. τὸ νόσημα... τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδεαν (Thuc. 2, 51).
    In general: see Generally.
    People in general: P. and V. οἱ πολλοί, τὸ πλῆθος.
    Judging from my assertions and my public life in general: P. ἐνθυμούμενοι ἐκ τῶν εἰρημενων καὶ τῆς ἄλλης πολιτείας (Lys. 111).
    On general grounds: P. and V. ἄλλως (Eur., I.A. 491).
    ——————
    subs.
    P. and V. στρατηγος, ὁ, V. στρατηλτης, ὁ, Ar. and V. ταγός, ὁ.
    Leader: P. and V. ἡγεμών, ὁ; see also Commander.
    Be general, v.: P. and V. στρατηγεῖν, V. στρατηλατεῖν.
    Of a general, adj.: P. στρατηγικός.
    Lake a good general, adv.: Ar. στρατηγικῶς.
    General's guarters: P. and V. στρατήγιον, τό.
    The opening of the general's tent: V. στρατηγδες πύλαι, αἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > General

  • 7 великий

    επ., βρ: -лик, -а, -о и. –а, -о, πλθ. велики κ. велики, υπερθ. величайший.
    1. μέγας, μεγάλος•

    александр великий ο Μέγας Αλέξανδρος•

    -ие люди οι μεγάλοι άνθρωποι•

    ученый μεγάλος επιστήμονας.

    2. πολύ μεγάλος, τρανός•

    великий праздник μεγάλη γιορτή•

    у страха глаза -и οτο φόβο τα μάτια μεγαλώνουν, γουρλώνουν.

    3. μεγαλύτερος του δέοντος•

    сапоги мне -и οι μπότες μου είναι μεγάλες.

    εκφρ.
    от мала до -а – μικροί και μεγάλοι (όλοι)•
    - ое множество – μεγάλο πλήθος•
    к -ому – προς το μεγάλο•
    к -ому моему удивлению – προς μεγάλη μου κατάπληξη•
    великий пост – η Μεγάλη Σαρακοστή•
    - а важность – μεγάλη σπουδαιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > великий

  • 8 глядеть

    -яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•

    глядючи, ρ.δ.

    1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•

    глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•

    пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.

    2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•

    глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.

    (απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.
    3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•

    окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.

    4. φαίνομαι•

    из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.

    5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.
    6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•

    -щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!

    εκφρ.
    глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•
    глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•
    коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•
    глядеть смерти (опасности, гибелиκ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•
    - я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•
    по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•
    на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•
    того и -и – αυτό και να περιμένεις•
    не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•
    -я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).
    κοιτάζομαι•

    глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•

    месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.

    Большой русско-греческий словарь > глядеть

  • 9 гора

    θ.
    1. βουνό, όρος•

    ледяная гора παγόβουνο•

    снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).

    2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•

    гора ящиков βουνό από κιβώτια.

    3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).
    εκφρ.
    гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•
    гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•
    -у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•
    не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•
    в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•
    под -у идти ή катитьсяκ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•
    надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•
    пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•
    - мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•
    гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > гора

  • 10 пропасть

    θ.
    1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•

    бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.

    || γκρεμός, κρημνός•

    быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.

    2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).
    3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•

    пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•

    в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.

    4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.
    εκφρ.
    пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.
    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.
    1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•

    -ло письмо χάθηκε το γράμμα•

    у меня -ла собака έχασα το σκυλί•

    всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.

    2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•

    -ли горы χάθηκαν τα βουνά•

    голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.

    || αργώ να επιστρέψω•

    он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•

    где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;

    3. καταστρέφομαι•

    цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.

    || φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•

    сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.

    4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•

    -дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).

    εκφρ.
    пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > пропасть

  • 11 растаять

    -ато, -аешь
    ρ.σ.
    1. λιώνω, τήκω•

    снег -ял το χιόνι έλιωσε•

    воск -ял το κη-ρι έλιωσε.

    2. σβήνω, χάνομαι•

    туман осел и понемногу -ял η ομίχλη κάθισε και λίγο-λίγο χάθηκε•

    звук -ял ο ήχος έσβησε.

    || σκορπίζω, διαλύομαι•

    толпа -ла το πλήθος διαλύθηκε.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι, αναλίσκομαι.
    3. μτφ.. κατασυγκινούμαι• φθίνω.
    4. μ. ρευστοποιώ• — лд, воск λιώνω τον πάγο, το κηρι.

    Большой русско-греческий словарь > растаять

  • 12 Common

    adj.
    Shared by others: P. and V. κοινός, V. ξυνός, πάγκοινος.
    Public: P. and V. κοινός, Ar. and P. δημόσιος; see Public.
    Customary: P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθς, P. σύντροφος, Ar. and V. νομιζόμενος.
    Vulgar: Ar. and P. φορτικός, γοραῖος.
    Inferior: P. and V. φαῦλος.
    The common people, the commons, subs.: P. and V. οἱ πολλοί, πλῆθος, τό, δῆμος, ὁ.
    Of the common people, adj.: Ar. and P. δημοτικός.
    Ordinary, everyday: P. and V. τυχών, ἐπτυχών; see Ordinary.
    Make common causewith: P. κοινολογεῖσθαι (dat.), κοινῷ λόγῳ χρῆσθαι (πρός, acc.).
    Making common causewith your father: V. κοινόφρων πατρί (Eur., Ion. 577).
    'Twixt us and this man is nothing in common: V. ἡμῖν δὲ καὶ τῷδʼ οὐδέν ἐστιν ἐν μέσῳ (Eur., Heracl. 184; cf. Ion, 1285).
    What is there in common between? P. and V. τίς κοινωνία; (with two gens.).
    Have nothing in common with: P. οὐδὲν ἐπικοινωνεῖν (dat.).
    In common, jointly: P. and V. κοινῇ, εἰς κοινόν, ὁμοῦ, V. κοινῶς.
    For the common good: P. and V. εἰς τὸ κοινόν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Common

  • 13 Magnitude

    subs.
    P. and V. μέγεθος, τό, πλῆθος, τό (Thuc. 3, 70).
    Magnitudes and numbers: P. μεγέθη καὶ πλήθη (Plat., Charm. 168E).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Magnitude

См. также в других словарях:

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κορίνθου — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου ιδρύθηκε το 1976, από την Κορίνθια Αλκμήνη Γαρταγάνη Πετροπούλου. Άρχισε να λειτουργεί το 1988, σε ένα νεόδμητο ιδιόκτητο κτίριο, το οποίο χτίστηκε με βάση τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ακαδημαϊκού Σόλωνα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αγροτικής Ιστορίας και Λαϊκής Τέχνης (Κρήτης) — Σε ένα από τα χτισμένα σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική κτίρια των ξενοδοχειακών συγκροτημάτων Αρόλιθος (11ο χλμ. παλαιάς εθνικής οδού Ηρακλείου Ανωγείων Ρεθύμνου, κοντά στο χωριό Τύλισσος) λειτουργεί από το Νοέμβριο του 1999 ένα λαογραφικό μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Παλαιοντολογικό Μουσείο Μυτιληνιών Σάμου — Το μουσείο λειτουργεί από το 1994 σε ένα νεόδμητο κτίριο που χτίστηκε με τη δωρεά του ιδρύματος Κωνσταντίνου και Μαρίας Ζημάλη για να στεγάσει κυρίως τη μεγάλη συλλογή των παλαιοντολογικών ευρημάτων της Σάμου. Η απολιθωμένη πανίδα του νησιού, η… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Εθνολογικό Πατρών — Το μουσείο στεγάζεται στον έκτο όροφο του Μεγάρου Λόγου και Τέχνης, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, και στο νεοκλασικό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Ιδρύθηκε από την Ιστορική και Εθνολογική… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας Πηλίου — Το Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείου του Πηλίου στεγάζεται στο πέτρινο τριώροφο αρχοντικό της οικογένειας Τοπάλη, στη Μακρινίτσα, που χτίστηκε το 1844 και χαρακτηρίστηκε το 1985 ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού. Πρόκειται …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»