-
1 συν-ίστωρ
συν-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς ϑεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: ϑεοί, ξυνίστορες ἔστε, Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3.
-
2 ἐπί-σκοπος
ἐπί-σκοπος, ὁ, ἡ, der Aufseher, der die Aufsicht über Etwas führt; einige alte Grammatiker betonten ἐπισκοπός, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 299. Von den Göttern, τοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, sie werden über das Halten der Verträge wachen, Il. 22, 255; ἐπ. ὁδαίων, Aufseher über die Waaren, Od. 8, 163; von Hektor, ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ, Beschützer, Il. 24, 729; Χάριτες Μινυᾶν ἐπίσκοποι Pind. Ol. 14, 4; ϑεοῖς πεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποις, Beschützer des Marktes, Aesch. Spt. 254; πατρῴων ὀμμάτων ἐπισκόπους Ch. 124; vgl. Eum. 710; σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι Soph. O. C. 112; von Bacchus, νυχίων φϑεγμάτων ἐπίσκ., Ant. 1148; τοῦ νεκροῦ, Späher, die auf den Leichnam achten, 217; ἦ τιν' ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον, als Späher gegen die Troer, Il. 10, 38, vgl. 342; δράκων Δίρκης ναμάτων ἐπ. Eur. Phoen. 932; in Prosa, πᾶσιν ἐπίσκοπος ἐτάχϑη Νέμεσις Plat. Legg. IV, 717 d; τούτων οἱ νομοφύλακες ἐπίσκοποι ἀκριβεῖς ἔστωσαν VI, 762 d u. öfter, wie Sp., ϑεοὶ χρηστῶν ἐπίσκοποι καὶ πονηρῶν ἔργων Plut. Cam. 5, wie Ζεὺς μάρτυρ καὶ ἐπ. τῶν πραττομένων Hdn. 7, 10, 6; ἐπίσκοπος ὀϊστῶν, Beherrscher, Lenker der Pfeile, Theocr. 24, 106; auch c. dat., ἀγυιαῖς ἔσσῃ καὶ λιμένεσσιν ἐπ. Callim. Dian. 39. – In Athen hießen so bes. die in die unterworfenen Städte geschickten Männer, welche die Angelegenheiten derselben leiteten, Ar. Av. 1023 u. Schol. dazu; so auch Inscr. 73; vgl. Harpocr. u. Böckh's Staatshaush. I S. 436 ff. – In N. T. u. K. S. Aufseher über eine Gemeinde, Bischof.
См. также в других словарях:
μάρτυρ — μάρτυρ, υρος, ὁ, ἡ (Α) (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μάρτυρας … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
προμάρτυρ — υρος, ὁ, Μ (σχετικά με κατάθεση μαρτυρίας) ο προηγούμενος μάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μάρτυρ, αιολ. και δωρ. τ. τού μάρτυς*] … Dictionary of Greek