Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καὶ+μάν

  • 1 φτάνω

    (αόρ. έφτασα) 1. αμετ.
    1) добираться; приходить; прибывать; приезжать;

    φτάνω μέχρι της κορυφής — добраться до вершины;

    έφτασαν νέα εμπορεύματα прибыли новые товары;
    έφτασα! иду!, сейчас!, сию минуту!; я здесь!, вот я!; 2) перен. приходить, наступать (о времени);

    φτάνει ο χειμώνας — наступает зима;

    έφτασε η στερνή του ώρα настал его последний час;
    έφτασε η ώρα των λογαριασμών настал час расплаты; 3) дойти до..., достичь (какого-л. места, момента, состояния и т. п.);

    αυτός μού φτάνει ως τόν.ώμο — он мне по плечо;

    τό μονοπάτι φτάνει ως την κορφή τού,βουνού — тропинка доходит до вершины горы;

    η φήμη του έφτασε ακόμη και στο Παρίσι слева о нём дошла до Парижа;

    όσο φτάνει το μάτι — насколько видит глаз;

    φτάνω στα — икра дойти до крайности, до крайней точки;

    τό πράγμα έφτασε στο απροχώρητο дело зашло в тупик;

    φτάνω στο άκρον άωτον — дальше ехать некуда;

    φτάνω σε απόγνωση — доходить до отчаяния;

    4) достигать, добиваться -(чего-л.);

    φτάν στο σκοπό μου — добиться своей цели;

    5) перен. доходить, достигать (до чьего-л. слуха и т. п.);
    αυτό δεν έφτασε ως τ' αυτιά μου я итого не слышал;

    ως εκεί φτάνει το μυαλό μου — это я ещё могу понять;

    τό μυαλό μου δεν φτάνει ως εκεί — это выше моего понимания;

    6) быть достаточным, хватать;

    φτάνει και περισσεύει — более чем достаточно;

    δέκα δραχμές μού φτάνουν — десять драхм мне хватит;

    αυτό με ( — или μού) φτάνει — с меня довольно;

    φτάνουν πιά τα πείσματα — довольно упрямиться;

    σα να μη μας έφταναν όλα τ' άλλα! только этого нам не хватало!;
    7) απρόσ. достаточно, хватит, довольно;

    § φτάνει μόνο να θυμηθείς... — только бы тебе не забыть;

    δεν φτάν — ст, ότι... — мало того, что...;

    2. μετ.
    1) догонять; настигать; достигать; 2) перен. догнать (кого-л.); сравняться (с кем-л.); τον έφτασα στα μαθηματικά я его догнал по математике;

    καμμιά δεν [τη φτάνει στην ομορφιά — никто не может сравниться с ней красотой;

    έφτασε τη μάν[ν]α της στο μπόϊ ростом она догнала свою мать;
    3) доставать; φτάσε μου το βιβλίο από το απάνω ράφι достань мне книгу с верхней полки; 4) срывать, рвать, собирать (плоды с деревьев); § λέει ό, τι φτάσει он говорит всё, что придёт в голову; έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο дальше ехать некуда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φτάνω

  • 2 η

        I.
        
        f к ὁ См. ο ( грамматический член)
        II.
        
        I
        conjct. сравнит.
        1) чем, нежели
        

    διαφερόντως ἢ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ Plat. — иначе, чем прежде;

        πρὴν ἢ τὸ δεύτερον ἁλισθῆναι τῶν Λυδῶν τέν δύναμιν Her. — прежде, чем вновь будет собрано лидииское войско;
        μανιχώτερος ἢ ἀνδρειότερος Plat. — более безрассудный, чем мужественный;
        οἱ παρὰ δόξαν ἔσχε τὰ πρήγματα ἢ ὡς αὐτὸς χατεδόκεε Her. — обстоятельства сложились вопреки его ожиданию, (иначе), чем он предполагал

        2) кроме, исключая, по сравнению (с чем-л.)
        

    ἄλλῳ ἢ ἐμοὴ χρέ τῆσδε ἄρχειν χθονός ; Soph. — разве другому, а не мне надлежит управлять этим краем?;

        οἰόμενος δεῖν πάντα μᾶλλον πράττειν ἢ φιλοσοφεῖν Plat. — полагающий, что следует заниматься всем, чем угодно, кроме философии;
        τῇ ὑστεραίᾳ ἢ ᾖ τὰ ἐπινίκια Plat.на другой день после победы на состязаниях

        II
        conj. разделит.
        1) или, ли
        

    ἔστι ταῦτα ἢ οὔ ; Plat. — так это или нет?;

        ἢ νικᾶν ἢ ἡττᾶσθαι Xen. — или победить, или быть побежденным;
        ἢ βούλει διαμυθολογῶμεν περὴ τούτων αὐτῶν ; Plat. — не хочешь ли ты (или ты хочешь), чтобы мы обсудили эти именно вопросы?

        2) или, а то, а иначе, в противном случае
        

    εἰδέναι δεῖ περὴ οὗ ἂν ᾖ ἥ βουλή, ἢ παντὸς ἁμαρτάνειν ἀνάγκη Plat. — необходимо знать, что подлежит обсуждению, иначе неизбежно сплошное заблуждение

        3) ли
        

    τίς σοι διηγεῖτο ; ἢ αὐτὸς Σωκράτης ; Plat.кто с тобой беседовал? не сам ли Сократ?

         III
        interj. эй!
        

    ἤ, Ξανθίας! Arph. — эй, Ксантий!

        III.
        
        I
        f к относит. местоим. ὅς См. ος
        II
        как
        

    только в выраж. ἣ θέμις ἐστί Hom.как принято

        IV.
        
        I
        adv. утвердит. - употр. преимущ. с другими частицами
        

    ἦ ἄρα (δή), ἦ ἄρ (τε), ἦ ῥα, ἦ ῥά νυ, ἦ γάρ (τοι), ἦ δή (που), ἦ δῆτα, ἦ θήν, ἦ κάρτα, ἦ μάλα (δή), ἦ μήν, ἦ μέν, ἦ μάν, ἦ νύ τοι, ἦ τε, ἦ τάχα (καί) - — действительно, поистине, право, конечно:

        μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι ἀρήξειν Hom. — поклянись мне, что действительно заступишься за меня;
        ἦ ῥά νυ καὴ σὺ φιλοψευδές ἐτέτυξο Hom. — явно и ты стал любителем лжи;
        νῦν ἔξεστιν ὑμῖν πιστὰ λαβεῖν παρ΄ ἡμῶν ἦ μέν φιλίαν παρέξειν ὑμῖν τῆν χώραν Xen. — теперь вы можете получить от нас заверения, что мы (не на словах, а) на деле будем дружественной для вас страной

        II
        adv. вопросит. - иногда с другими частицами
        

    ἦ ῥά νυ, ἦ ῥά γε, ἦ ῥά γέ τοι, ἦ ταῦτα δή, ἦ ταῦτα δῆτα или — с отрицанием:

        ἦ οὐ(κ), ἦ μή - — разве (не), (не) …ли:
        ἦ σύγ΄ Ὀδυσσεύς ἐσσι πολύτροπος ; Hom. — так ты (не ты ли) хитроумный Одиссей?;
        ἦ ταῦτα δή (v. l. γάρ) με καὴ βεβούλευνται ποιεῖν ; Soph. — так вот что они решили сделать со мной?;
        ἦ φῂς ὣς Τρώεσσιν ἀρηξέμεν Ζῆν ; Hom. — разве ты думаешь, что Зевс благосклонен к троянцам?;
        ἦ γάρ ; Plat.не правда ли?

         III
        (= ἦν См. ην, ион. ἔα) атт. impf. к εἰμί См. ειμι
        IV
        (= ἔφη См. εφη) 3 л. sing. impf. aor. 2 к ἠμί См. ημι
        V.
        
        3 л. sing. conjct. к εἰμί См. ειμι
        VI.
        
        I
        dat. sing. f к притяж. местоим. ἥ См. η (f от ὅς)
        II
        adv.
        1) куда
        

    ᾗ νοεῖς, ἔπειγέ νυν Soph. — поспеши (туда), куда замышляешь;

        ἐκείνῃ ἐπόμενοι, ᾗ ἐκείνη ὑφηγεῖται Plat. — туда следуя, куда она (философия) ведет

        2) атт. как, подобно тому как
        3) ввиду этого, поэтому
        

    ᾗ καὴ ῥᾷον ἔλαθον ἐσελθόντες Thuc. — ввиду этого (фиванцы) с большей легкостью тайно пробрались (в город Платею)

        4) поскольку, в той мере как
        

    ᾗ ὅ ἐκὼν πεινῶν φάγοι ἂν ὁπότε βούλοιτο Xen. — поскольку добровольно голодающий может поесть, когда захочет

        5) (при superl.) насколько, как можно

    Древнегреческо-русский словарь > η

См. также в других словарях:

  • Ζίγκμπαν, Κάι Μαν — (Kai Manne Siegbahn, Λουντ 1918 –). Σουηδός φυσικός. Γιος του Καρλ Μαν Ζίγκμπαν, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ φυσικής, το 1924. Σπούδασε φυσική, χημεία και μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, την περίοδο 1936 42. Διετέλεσε καθηγητής …   Dictionary of Greek

  • μαν(ν)όγαλο — και μαν(ν)όγαλα, το (Μ μαννογαλον) 1. το γάλα τής μάννας 2. γάλα που προέρχεται από μητέρα και από την κόρη της όταν συμβεί να έχουν τεκνοποιήσει και να θηλάζουν και οι δύο την ίδια εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (I) + γάλα (πρβλ. ρυζόγαλο)] …   Dictionary of Greek

  • μαν — μάν, ὁ (Α) (δωρ. και παλαιός επικ. τ.) βλ. μήνας …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Τόμας — I (Thomas Mun, Λονδίνο 1571 – 1641). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν έμπορος στην Ιταλία και στην Ανατολή, ανέλαβε κατόπιν διευθυντική θέση στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (1615). Κύριος εκπρόσωπος της τάσης που αργότερα ονομάστηκε μερκαντιλισμός… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Χάινριχ — (Heinrich Mann, Λίμπεκ, 1871 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια, 1950). Γερμανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ήταν γιος ενός πλούσιου μεγαλέμπορου και μεγαλύτερος αδερφός του διάσημου συγγραφέα Τόμας Μαν. Σπούδασε στο Βερολίνο και στο… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Χόρας — (Horace Mann, Φράνκλιν, Μασαχουσέτη, 1796 – Γέλοου Σπρινγκς, Οχάιο 1859). Αμερικανός παιδαγωγός. Καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Κατάφερε ωστόσο να γίνει δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Μπράουν, απ’ όπου αποφοίτησε με διάκριση το 1819.… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Κλάους — (Klaus Mann, Μόναχο, 1906 – Κάνες, 1949). Γερμανός συγγραφέας και ποιητής. Ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά του μεγάλου συγγραφέα Τόμας Mαν. Εργάστηκε και ως θεατρικός κριτικός, ηθοποιός και δημοσιογράφος. Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού,… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Άντονι — (Anthony Mann, Σαν Ντιέγκο, 1906 – Βερολίνο, 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη Εμίλ Άντον Μπάντμαν (Emil Anton Bundmann). Αμέσως μετά το σχολείο άρχισε να δουλεύει ως ηθοποιός στο Μπροντγουέι και ως παραγωγός. Τη δεκαετία του …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Μάικλ — (Michael Mann, Σικάγο 1943 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν και παρακολούθησε μαθήματα στο London International Film School. To 1965 άρχισε την καριέρα του με τηλεοπτικές… …   Dictionary of Greek

  • Ρέι, Μαν — (Ray, Φιλαδέλφεια 1890 – Παρίσι 1976). Αμερικάνος ζωγράφος, γλύπτης, φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Σπούδασε αρχιτέκτονας και μηχανικός στη Νέα Υόρκη, όπου παρακολούθησε και μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Σχεδίου. Εργάστηκε ως σχεδιαστής,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»