-
1 ἄ-πταιστος
ἄ-πταιστος, nicht anstoßend, nicht stolpernd, ἀπταιστότερον παρέχειν τὸν ἵππον, machen, daß das Pferd weniger stolpert, Xen. Equ. 1, 6; übh. ohne Frevel, Eust.; ohne Anstoß, sicher, καὶ ἀμετακίνητος Nicom. arithm. 1. – Adv., ἀπταίστως καὶ λείως ἔρχεσϑαι Plat. Theaet. 144 b.
-
2 προς-ηνής
προς-ηνής, ές, dor. προςᾱνής, wie ἐνηής, mild, freundlich, wohlwollend, Pind. P. 10, 64; φάρμακα, erquickend, P. 3, 52; von Sachen, brauchbar, tauglich wozu, λύχνῳ προςηνές, gut für die Lampe, d. i. tauglich zum Brennen, Her. 2, 94; προςηνές τι λέγειν, Thuc. 6, 77; Sp., wie Plut. oft; τῷ προςηνεῖ τοῦ φϑέγματος, Luc. rhet. praec. 12. – Adv., καὶ λείως, Luc. V. H. 2, 2.
-
3 λεῖος
λεῖος, α, ον, später auch 2 Endgn, laevis, glatt; λεῖος ὥςπερ ἔγχελυς Ar. bei Ath. VII, 299 b; καὶ ὀλισϑηρός, Luc. Tim. 29; Ggstz von τραχύς, Xen. Mem. 3, 10, 1, wie Arist. H. A. 9, 37; geglättet, geebnet, χῶρος λεῖος πετράων, glatt von Felsen, eben, weil keine Felsen dasind, Od. 5, 443; ἱππόδρομος, Il. 23, 330; ὁδός, Od. 10, 103; Hes. O. 286, wie Her. 9, 69; Plat. Legg. VIII, 833 b; auch ἄροσις λείη, Od. 9, 134, λεῖα δ' ἐποίησεν, machte sie dem Boden gleich, Il. 12, 30; λεῖον καὶ ὁμαλὲς πεδίον Plat. Critia. 118 a, u. sonst in Prosa, πεδίον καὶ λείους γηλόφους Xen. An. 4, 4, 1; – glatt am Kinn, unbärtig, ἦν λεῖος τὸ γένειον Ar. Ran. 48; vom Meere, glatt, ruhig, Her. 2, 117; auch von anderen glatten Dingen, ὅσα ὑφαντὰ καὶ λεῖα Thuc. 2, 97, wie λεῖον ὕφασμα Plat. Polit. 310 e; übertr., λείου καὶ τραχέος παϑήματος Tim. 63 e; sanft, mild, παρηγόρουν λείοισι μύϑοις Aesch. Prom. 650; πνεῦμα λ. καὶ καϑεστηκός Ar. Ran. 1004; πρὸς τὸ ἥμερόν τε καὶ λεῖον τοῦ ἤϑους Plat. Crat. 406 a; λειότερος ἔλεος Pol. 20, 9, 11. – Von der Stimme, φωνή, im Ggstz der τραχεῖα, Plat. Crat. 406 a; περὶ φωνὰς γιγνόμενα λεῖα καὶ βαρέα Polit. 307 a; oft bei den Rhetoren; κίνημα, S. Emp. adv. math. 7, 242; ἡ λεία τῆς σαρκὸς κίνησις pyrrh. 1, 215 (vgl. Plut. adv. Col. 27), wie λείως κινεῖν τὴν αἴσϑησιν S. Emp. adv. mus. 44. – Vom Geschmack, Tim. Locr. 100 e. – Adv., ἔρχεσϑαι, gelassen, Plat. Theaet. 144 b u. A.
См. также в других словарях:
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
λέως — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ήρωας της Αττικής και από αυτόν πήρε την ονομασία της η Λεωντίς φυλή μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Φώτιου και της Σούδας, ήταν γιος του Ορφέα και είχε τρεις κόρες, τη Φασιθέα… … Dictionary of Greek
Teeteto — Para otros usos de este término, véase Teeteto (desambiguación). Teeteto, en griego Θεαίτητος, en latín Theaetetus o Theaitetos (Atenas c. 417 a. C. 369 a. C.), hijo de Eufronio, del demo ateniense de Sunión, fue un matemático … Wikipedia Español
λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… … Dictionary of Greek