Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καὶ+κρίσεις

  • 1 рассуждать

    ρ.δ. σκέφτομαι• κρίνω•

    он правильно -ает αυτός σωστά σκέφτεται•

    он много -ает, да мало делает αυτός πολλά σκέφτεται και λίγα κάνει.

    || συζητώ, ανταλλάσσω σκέψεις. || αντιλέγω, αντιτείνω, προβάλλω αντιρρήσεις, συζητώ• επικρίνω•

    прошу не -! παρακαλώ να πάψουν οι συζητήσεις (κρίσεις και επικρ ίσεις).

    Большой русско-греческий словарь > рассуждать

  • 2 толк

    -а (-у) α.
    1. παλ. εξήγηση, ερμηνεία. || γνώμη, κρίση.
    2. πλθ. -ы φήμες, διαδόσεις• κρίσεις και επικρίσεις• κουβέντες, λόγια.
    3. νόημα, σημασία, ουσία.
    4. όφελος, ωφέλεια, κέρδος• συμφέρο.
    5. (θρησκ.) σχίσμα, αίρεση• δοξασία.
    εκφρ.
    без -у – χωρίς κανένα νόημα• άσκοπα, στα χαμένα•
    с -ом – με νόημα•
    читать с -ом – διαβάζω με νόημα•
    знать (понимать) толк – γνωρίζω καλά, είμαι γνώστης ή κάτοχος• καταλαβαίνω απο;•
    добиться -у – παίρνω σαφή εξήγηση•
    взять в толк – καταλαβαίνω, ξεκαθαρίζω, ξεδιαλύνω•
    сбить с -у – συγχύζω φέρω σε αμηχανία•
    сбиться с -у – συγχύζομαι.
    ως κατηγ. σπρώχνω, ωθώ•

    толк в дверь σπρώχνω την πόρτα.

    Большой русско-греческий словарь > толк

  • 3 толкование

    ουδ.
    1. ερμηνεία, εξήγηση•

    толкование законов ερμηνεία των νόμων•

    толкование снов εξήγηση των ονείρων.

    βλ. трактовка.
    2. επεξήγηση (κειμένου).
    3. παλ. λόγια, κουβέντες, κρίσεις και επικρίσεις.

    Большой русско-греческий словарь > толкование

См. также в других словарях:

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • ДАМАЛАС — [греч. Ϫαμαλᾶς] Николай (10.12.1842, Афины 21.01.1892), греч. правосл. богослов. Родители Д. принадлежали к фанариотскому роду Маврокордато и были родом с о ва Хиос. Начальное и среднее образование получил в Афинах. В 1858 1862 гг. учился на… …   Православная энциклопедия

  • περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • νοησιαρχία — (intellectualismus). Με τον όρο αυτόν υποδηλώνονται όλες οι φιλοσοφικές αντιλήψεις που θέτουν τη νόηση ως αυτοτελές κριτήριο, κύριο ή και μοναδικό, της αλήθειας. Είτε πρόκειται για την αυτοδυναμία της νόησης, που συλλαμβάνει την αλήθεια των… …   Dictionary of Greek

  • επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… …   Dictionary of Greek

  • μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… …   Dictionary of Greek

  • Χομπς, Τόμας — (Hobbes, Ουέστπορτ 1588 – Χάρντουικ 1679). Άγγλος φιλόσοφος. Αφού τελείωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στην Οξφόρδη, έκανε ένα πρώτο ταξίδι στην ηπειρωτική Ευρώπη ως κηδεμόνας του γιου του λόρδου Κάβεντις. Γυρίζοντας στην Αγγλία,… …   Dictionary of Greek

  • Δόσιος — Επώνυμο ιστορικών προσώπων του 19ου αι. 1. Αριστείδης (1844 – 1880;). Οικονομολόγος. Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, όπου τύπωσε τις οικονομολογικές μελέτες Τα όρια της πολιτικής οικονομίας (1867) και Κρίσεις και σκέψεις… …   Dictionary of Greek

  • Τοκεβίλ, Σαρλ - Αλεξίς - Aνρί - Μορίς Κλερέλ ντε- — (Tocqueville, Βερνέιγ, Σεν ε Ουάζ 1805 – Κάννες 1859). Γάλλος ιστορικός. Έγινε δικαστής, βουλευτής, υπουργός (το 1849). Μαζί με τον Γκιζό, ήταν στη γαλλική ιστοριογραφία του 19ου αι. ο κύριος εκπρόσωπος του λεγόμενου φιλοσοφικού ρεύματος, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • στερεότυπος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει παραχθεί με στερεοτυπία 2.συνεκδ. αυτός που έχει τυπωθεί με στερεοτυπία («στερεότυπο βιβλίο») 3. μτφ. αυτός που εμφανίζεται πάντοτε με την ίδια μορφή, αμετάβλητος («στερεότυπη έκφραση») 4. το ουδ. ως ουσ. το στερεότυπο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»