-
81 τεσσαρα-καί-δεκα
τεσσαρα-καί-δεκα, οἱ, αἱ, τά, vierzehn; ἐλευϑέρους, Xen. Mem. 2, 7, 2; Folgde; gen. auch τεσσαρωνκαίδεκα, doch gebräuchlicher ist τεσσαρεςκαίδεκα.
-
82 τετρα-και-δεκα-ετής
τετρα-και-δεκα-ετής, ές, vierzehnjährig, Sp.
-
83 τετρα-και-δεκα-έτης
τετρα-και-δεκα-έτης, ὁ, und
-
84 τετρα-και-δεκ-έτις
τετρα-και-δεκ-έτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vor., Isocr. 19, 22.
-
85 τετταρακοντα-και
τετταρακοντα-και- πεντακις-χιλιοστός, der fünftausendvierzigste, Plat. Legg. IX, 877 d.
-
86 εἰκοσι-και-τέταρτος
εἰκοσι-και-τέταρτος, der vierundzwanzigste, Ep. ad. 690 (VII, 343).
-
87 δυω-και-εικοσί-πηχυς
δυω-και-εικοσί-πηχυς, υ, zwei u. zwanzig Ellen lang, Il. 15, 678 ξυστὸν μέγα ναύμαχον, ἅπαξ εἰρημ.; vgl. Scholl. Herodian. und ἐννεάπηχυς, ἑνδεκάπηχυς.
-
88 δυω-και-εικοσί-μετρος
δυω-και-εικοσί-μετρος, τρίπους, zwei u. zwanzig Maaß haltend, Il. 23, 264, ἅπαξ εἰρημ.
-
89 δυω-καί-δεκα
δυω-καί-δεκα, = vor., Her. 8, 121.
-
90 δυο-και-πεντηκοστός
δυο-και-πεντηκοστός, der zwei und funfzigste, Archimed.
-
91 δυο-και-εικοσί-πηχυς
δυο-και-εικοσί-πηχυς, υ, zwei und zwanzig Ellen lang, E. M.
-
92 δυο-καί-δεκα
δυο-καί-δεκα, u. compp., s. unter δώδεκα.
-
93 νηλιπο-και-βλεπ-έλαιος
νηλιπο-και-βλεπ-έλαιος, v. l. ἀνηλ–, heißen die Philosophen, Ep. ad. 110 ( App. 288), die barfuß gehen und sich nach Salböl umsehen, sehr arm sind oder die kümmerlichste Armuth affectiren.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > νηλιπο-και-βλεπ-έλαιος
-
94 ὀκτω-και-εικοσα-πλασίων
ὀκτω-και-εικοσα-πλασίων, ονος, achtundzwanzigfach, -mal, Plut. Plac. phil. 2, 21.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὀκτω-και-εικοσα-πλασίων
-
95 ὀκτω-και-δεκα-πλασίων
ὀκτω-και-δεκα-πλασίων, ονος, achtzehnfach; Plut. plac. phil. 2, 31 fac. orb. lun. 10.
-
96 ὀκτω-και-δεκαταῖος
ὀκτω-και-δεκαταῖος, am achtzehnten Tage, Hippocr.
-
97 ὀκτω-και-δεκα-έτης
ὀκτω-και-δεκα-έτης, ες, achtzehnjährig; Luc. Mort. D. 27, 7; D. L. 10, 1 u. a. Sp.
-
98 ὀκτω-και-δεκά-πηχυς
ὀκτω-και-δεκά-πηχυς, von achtzehn Ellen, D. Sic.
-
99 ὀκτω-και-δεκά-σημος
ὀκτω-και-δεκά-σημος, von achtzehn Zeichen oder Zeiten, Arist. Quintil.
-
100 ὀκτω-και-δεκά-δραχμος
ὀκτω-και-δεκά-δραχμος, achtzehn Drachmen schwer, werth, πωλῶν τὰς κριϑὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους, Dem. 42, 20.
См. также в других словарях:
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη … Dictionary of Greek
και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
καί — and indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek