-
121 πεντε-και-εικοσά-σημος
πεντε-και-εικοσά-σημος, von od. mit fünfundzwanzig Zeichen, Längen, Zeittheilen, Arist. Quint.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-εικοσά-σημος
-
122 πεντε-και-είκοσι
πεντε-και-είκοσι, fünfundzwanzig.
-
123 πεντε-και-δεχ-ήμερος
πεντε-και-δεχ-ήμερος, funfzehntägig, ἀνοχαί, Pol. 18, 17, 5.
-
124 πεντε-και-δεκα-πηχυαῖος
πεντε-και-δεκα-πηχυαῖος, = Folgdm, Tzetz.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-πηχυαῖος
-
125 πεντε-και-δεκα-πλασίων
πεντε-και-δεκα-πλασίων, ονος, funfzehnfach; Plut. de plac. philos. 2, 30; Ath. II, 58 a.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-πλασίων
-
126 πεντε-και-δεκατη-μόριον
πεντε-και-δεκατη-μόριον, τό, der funfzehnte Theil, Hippocr.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκατη-μόριον
-
127 πεντε-και-δεκα-τάλαντος
πεντε-και-δεκα-τάλαντος, οἶκος, Dem. 28, 11, ein Vermögen von funfzehn Talenten.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-τάλαντος
-
128 πεντε-και-δεκαταῖος
πεντε-και-δεκαταῖος, am funfzehnten Tage geschehend u. dgl., Theophr.
См. также в других словарях:
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη … Dictionary of Greek
και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
καί — and indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek