-
1 Γεννάν και οι πετεινοί του
• Кому поживется, у того и петух несетсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γεννάν και οι πετεινοί του
См. также в других словарях:
σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek
γέννα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Απέχει περίπου 31 χλμ. από το Ηράκλειο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 38… … Dictionary of Greek
πάμφυλος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Αιγιμία και αδελφός του Δυμάνα. Βασίλεψε στην Πίνδο της Δωρίδας Δωριέων, και πολέμησε μαζί με τον θετό αδελφό του Ύλλο, γιο του Ηρακλή, στην Πελοπόννησο. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκε μαζί με τον αδελφό του … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
ορεινόμος — ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, ον) 1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.) 2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ… … Dictionary of Greek
GAMELIUM — Graece Γαμήλιον, carminisgenus, idem cum Epithalamio, a voce γάμος, i. e. nuptiae, vel a verbo γεννᾷν, i. e. generare, Vide supra ubide Epithalamio. Sed et, cum Veteribus ante nuptias sacrificare mos fuerit, sacrificium id Γαμήλια, aliter… … Hofmann J. Lexicon universale
επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… … Dictionary of Greek