-
1 μολοβρός
μολοβρός, ὁ, nach der Erkl. der Alten ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν, der Landstreicher und Bettler, der sich bei Andern Essen erbettelt, nach Riemer mit μῶλυς, μωλύνω, mollis zusammenhangend, ein fauler Fettwanst; Od. 17, 219. 18, 26; vgl. Lycophr. 775; μολοβρὸς καὶ ἀνέστιος, Nicet. – Bei Nic. Ther. 662 ist κεφαλὴ πεδόεσσα μ ολοβρή so viel wie χαμηλή, ταπεινή, Andere lesen aber μολυβρή, = μολυβδοειδής.
-
2 ἀν-ίδρῡτος
ἀν-ίδρῡτος, 1) nicht festgestellt, rastlos, δρόμοι Eur. I. T. 941; καὶ ἀνέστιος Plut. fac. orb. lun. 11. Dah. unbeständig, veränderlich, γνώμη Phil. – 2) keinem Menschen Stand haltend, menschenfeindlich, vgl. ἀΐδρυτος, Dem. neben ἄμικτος 25, 52, Schol. ἀνεξίλαστος.
-
3 ἄ-οικος
См. также в других словарях:
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ατσίγγανος — ο θηλ. άνα και Τσιγγάνος, ο θηλ. άνα και Γύφτος, ο θηλ. ισσα και Κατσίβελος, ο θηλ. έλα νομαδικό φύλο· ως προσηγορ., ανέστιος, ευτελής: Είχαν βαρεθεί να ζουν πότε εδώ και πότε εκεί σαν Ατσίγγανοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αΐδρυτος — ἀίδρυτος και ἀνίδρυτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος, άνεστιος 2. ασταθής, μεταβαλλόμενος, άστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ(ν) στερητ. + ἱδρύω] … Dictionary of Greek