-
61 τρις-και-δεκά-πηχυς
τρις-και-δεκά-πηχυς, υ, dreizehn Ellen lang, Theocr. 15, 17.
-
62 τρις-και-δεκά-κλῑνος
τρις-και-δεκά-κλῑνος, mit dreizehn Bett-, Tischlagern, Ath. V, 205 e.
-
63 τρις-και-δεκά-μηνος
τρις-και-δεκά-μηνος, dreizehnmonatlich, Sp.
-
64 τρις-και-δεκ-έτις
τρις-και-δεκ-έτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen.
-
65 τρις-και-δεκ-έτης
τρις-και-δεκ-έτης, ὁ, = τριςκαιδεκαέτης; Lys. 10, 4; Strat. 4 (XII, 41).
-
66 τρις-και-δεκ-ήρης
τρις-και-δεκ-ήρης, ες, mit dreizehn Ruderbänken versehen; Ath. V, 203 d; Plut. Demetr. 31.
-
67 τρις-και-δέκατος
τρις-και-δέκατος, άτη, ατον, der, die, das Dreizehnte, Hom., Hes. u. Folgde überall.
-
68 τρις-καί-δεκα
τρις-καί-δεκα, indecl., dreizehn, statt τριακαίδεκα; Il. 5, 387 Od. 24, 340; Lob. Phryn. 409.
-
69 τρια-και-δεκ-έτης
τρια-και-δεκ-έτης, ὁ, der Dreizehnjährige, fem. τριακαιδεκέτις, Plat. Legg. VIII, 833 d.
-
70 τρια-καί-δεκα
τρια-καί-δεκα, dreizehn, gew. τριςκαίδεκα.
-
71 τεσσαρες-και-δεκα-σύλλαβον
τεσσαρες-και-δεκα-σύλλαβον μέτρον, ein Metrum aus vierzehn Sylben, Hephaest. p. 47.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τεσσαρες-και-δεκα-σύλλαβον
-
72 τεσσαρες-και-δεκατίτης
τεσσαρες-και-δεκατίτης, ὁ, der den vierzehnten Tag feiert, K. S.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τεσσαρες-και-δεκατίτης
-
73 τεσσαρες-και-δεκαταῖος
τεσσαρες-και-δεκαταῖος, am vierzehnten Tage, Hippocr.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τεσσαρες-και-δεκαταῖος
-
74 τεσσαρες-και-δεκα-έτης
τεσσαρες-και-δεκα-έτης, ὁ, vierzehnjährig, Plut. Aem. Paull. 35.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τεσσαρες-και-δεκα-έτης
-
75 τεσσαρες-καί-δεκα
τεσσαρες-καί-δεκα, οἱ, αἱ, τά, indecl., vierzehn; Her. 1, 86; Lob. Phryn. 409. Bei den Att. wird τέσσαρες auch flectirt.
-
76 τεσσαρα-και-δεκαταῖος
τεσσαρα-και-δεκαταῖος, vierzehntägig, am vierzehnten Tage (?).
-
77 τεσσαρα-και-δεκά-δωρος
τεσσαρα-και-δεκά-δωρος, vierzehn Querhände od. Handbreiten lang (?).
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τεσσαρα-και-δεκά-δωρος
-
78 τεσσαρα-και-δεκ-έτις
τεσσαρα-και-δεκ-έτις, ἡ, fem. zum Vor., Sp.
-
79 τεσσαρα-και-δεκ-έτης
τεσσαρα-και-δεκ-έτης, ὁ, vierzehnjährig, Plut.
-
80 τεσσαρα-και-δέκατος
τεσσαρα-και-δέκατος, vierzehnter, Lob. Phryn. 409.
См. также в других словарях:
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη … Dictionary of Greek
Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυν — καὶ νῡν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
Καὶ σύ, τέκνον. — καὶ σύ, τέκνον. См. И ты, мой сын! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)