-
1 Καυκασιος
-
2 καυκάσιος
α, ο[ν] кавказский -
3 τενων
- οντος ὅ1) сухожилие, жила2) (sc. ποδός) ахиллесово сухожилие, тж. лодыжка, щиколоткаπαρὰ τένοντ΄ ἔχει πέπλος Eur. — платье спускается до пят;
τένοντ΄ ἐς ὀρθόν Eur. — поднявшись на цыпочки3) (горный) гребень, хребет(Καυκάσιος τ. Anth.)
См. также в других словарях:
καυκάσιος — α, ο (ΑΜ καυκάσιος, ία, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καύκασο νεοελλ. ως κύριο όν. ο Καυκάσιος, η Καυκασία αυτός που κατάγεται από τον Καύκασο … Dictionary of Greek
καυκάσιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στον Καύκασο ή στη χώρα Καυκασία: Ανήκουν στην καυκάσια φυλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καυκάσιος — Καύκασος Mt. Caucasus fem gen sg (epic doric ionic aeolic) Καύκασος Mt. Caucasus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)