-
1 ἐγγυάω
A , D.29.47, etc.: [tense] pf.ἠγγύηκα D.C.38.9
: [tense] plpf.ἠγγύηκει Is.3.58
:—[voice] Med., [tense] fut. - ήσομαι D.24.46: [tense] aor.ἠγγυησάμην And. 1.44
,73, D.22.53:—[voice] Pass., [tense] aor. ἠγγυήθην (ἐξ-, κατ-) Lys.23.11, D.59.49: [tense] pf. ἠγγύημαι (δι-) Th.3.70:—also treated as a compd.,ἐνεγυησάμεθα PEleph. 27.9
(iii B. C.), and freq. in codd.: [tense] impf.ἐνεγύων Is.3.45
, D.41.16;ἐνεγύησα Is.3.36
,70: [tense] pf. ἐγγεγύηκα ib.40, D. 59.53: [tense] impf. [voice] Pass.ἐνεγυᾶτο Is.3.70
: [tense] pf.ἐγγεγύημαι D.33.24
, POxy. 259.7 (i A.D.): [tense] plpf.ἐνεγεγύητο Is.3.55
: but these forms are incorrect: ([etym.] ἐγγύη):— give or hand over as a pledge:—[voice] Med., have a thing pledged to one, accept as a surety, (nowhere else in Hom.).2 esp. of a father, plight, betroth,θυγατέρα ἐγγυᾶν τινι Hdt.6.57
(v. infr.); Ζεὺς ἠγγύησε καὶ δίδως' E.IA 703:—[voice] Med., have a woman plighted or betrothed toone, c. acc., D.57.41:—[voice] Act. and [voice] Med. opposed, Hdt.6.130:—[voice] Pass., of the man, to be betrothed,θυγατρί τινος Pl.Lg. 923d
.II [voice] Med., pledge oneself, give security,ἐγγύας ἐγγυησάμενοι πρὸς τὸ δημόσιον And.1.73
, cf. Pl.Lg. 953e;ἐπί τισι Lys.23.9
;ἐ. τινὶ ὅτι.. Pl.Euthd. 274b
.2 c. acc. et inf. [tense] fut., promise or engage that.., Pi.O.11(10).16, Ar.Pl. 1202, X.An.7.4.13, Pl.Prt. 336d, etc.;ἐγγυᾶσθαί [τινα] καὶ ὁμολογεῖν παρέξειν Lys.13.23
;ἐγγυωμένη δώσειν Babr.58.10
.3 c.acc. rei, answer for,ἐγγυᾶσθαι τὰ μέλλοντ' ἔσεσθαι D.18.191
: c.acc. pers., Pl.Lg. 855b; ἐγγυᾶσθαί τινά τινι give surety for him to another, D.33.28;ἐγγύην ἐγγυᾶσθαί τινα πρός τινα Pl.Phd. 115d
; ἐ. τὰ μετέωρα give guarantees without security, SIG364.46 (Ephesus, iii B.C.).
См. также в других словарях:
κατεγγύη — κατεγγύη, ἡ (Α) εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῑν ἐκ τοῡ… … Dictionary of Greek
κατεγγυώ — κατεγγυῶ, άω (Α) 1. (για πατέρα που δίνει την κόρη του σε γάμο) υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω («σοὶ δὲ παῑδ ἐγὼ κατεγγυῶ», Ευρ.) 2. (ως αττ. νομ. όρος) καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, αναγκάζω κάποιον να δώσει εγγύηση (α. «κατηγγύησεν αὐτὴν… … Dictionary of Greek
εγγύς — επίρρ. (AM ἐγγύς) 1. (για τόπο) κοντά, σε μικρή απόσταση 2. (για χρόνο) κοντά 3. (για αριθμό) σχεδόν, περίπου, πάνω κάτω 4. (για ποιότητα ή ιδιότητα) όμοια με, όπως 5. οι εγγύς οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με… … Dictionary of Greek
υπέγγυος — ο / ὑπέγγυος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που δίνει εγγύηση, εγγυητής 2. (κατ επέκτ.) υπόλογος, υπεύθυνος νεοελλ. 1. (για πράγμ.) αυτός που παρέχεται ως εγγύηση 2. φρ. «υπέγγυοι πρόσοδοι» πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το κράτος ως… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek