-
1 κατ-αμφι-έννῡμι
κατ-αμφι-έννῡμι (s. ἕννυμι), umkleiden, umgeben, λίϑῳ τοὺς τοίχους Ios.
-
2 καταμφιέννῡμι
κατ-αμφι-έννῡμι, umkleiden, umgeben
1 κατ-αμφι-έννῡμι
κατ-αμφι-έννῡμι (s. ἕννυμι), umkleiden, umgeben, λίϑῳ τοὺς τοίχους Ios.
2 καταμφιέννῡμι