-
1 καταικιζω
(атт. fut. καταικιῶ, aor. κατῄκισα; pass.: aor. κατῃκίσθην, pf. κατῄκισμαι) тж. med.1) делать безобразным, тж. пачкать:(τεύχεα) κατῄκισται Hom. доспехи стали безобразными (от копоти и грязи)
2) обезображивать, увечить, уродовать(σῶμα Eur., Plut.; καταικισάμενος τὸ σῶμα Diod.)
См. также в других словарях:
καταικίζω — (Α) καταστρέφω τελείως, μεταχειρίζομαι με σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰκίζω «κακομεταχειρίζομαι»] … Dictionary of Greek