Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κατ-άκρας

  • 1 Altogether

    adv.
    P. and V. πάντως, πάντη, παντελῶς, Ar. and P. πνυ, τεχνῶς, P. κατὰ πάντα, ὅλως, παντάπασι, V. εἰς τὸ πᾶν, τὸ πάμπαν, παμπήδην.
    From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας.
    Utterly: P. and V. ἄρδην.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Altogether

  • 2 Bottom

    subs.
    Lowest part: P. and V. κρηπς, ἡ (Plat.), βάθρον, τό (Xen.), βσις, ἡ (Plat.).
    Foundation: P. and V. πυθμήν, ὁ, P. ἔδαφος, τό.
    Of a hill: P. κράσπεδα, τά (Xen.).
    Of ship: P. ἔδαφος, τό.
    To live right at the bottom of the sea: P. ἐν μέσῳ τῷ πυθμένι τοῦ πελάγους οἰκεῖν (Plat., Phaedo, 109C).
    To the bottom, downwards: P. and V. κτω.
    Thoroughly: P. and V. ἀκριβῶς.
    From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας; see Utterly.
    Bottom upwards: use adj., P. and V. ὕπτιος.
    Get to the bottom of: see Discover.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bottom

  • 3 Entirely

    adv.
    P. and V. πάντως, πάντη, παντελῶς, Ar. and P. πνυ, τεχνῶς, P. παντάπασι, κατὰ πάντα, ὅλως, V. εἰς τὸ πᾶν, τὸ πάμπαν, παμπήδην.
    From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας.
    Utterly: P. and V. ἄρδην.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Entirely

  • 4 Foundation

    subs.
    P. θεμέλιοι, οἱ, τὰ κάτωθεν (Dem. 21), P. and V. πυθμήν, ὁ, V. ῥίζα, ἡ.
    Lowest part: P. and V. κρηπς, ἡ (Plat.), βάθρον, τό (Xen.), βσις, ἡ (Plat.), P. ἔδαφος, τό.
    From the foundation: use P. and V. κατʼ ἄκρας.
    met., beginning: P. and V. ἀρχή, ἡ.
    Cause: P. and V. αἰτία, ἡ.
    Truth: P. and V. λήθεια, ἡ.
    The foundation principles of conduct: P. πράξεων ὑποθέσεις, αἱ (Dem. 21).
    Foundation stones: Ar. θεμέλιοι λθοι, οἱ, P. θεμέλιοι, οἱ.
    Lay ( a foundation), v.: lit., P. and V. καταβάλλεσθαι.
    Lay the foundations of: met., P. and V. ἄρχειν (gen.) (lit., begin).
    Act of founding (colonies, etc), subs.: P. κτίσις. ἡ, οἴκισις, ἡ, κατοίκισις, ἡ.
    Statements based on no foundation of truth: P. ἐπʼ ἀληθείας οὐδεμιᾶς εἰρημένα (Dem. 230).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Foundation

  • 5 Radically

    adv.
    Utterly: P. and V. παντελῶς; see Utterly.
    From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Radically

  • 6 Top

    subs.
    Crest: P. and V. κορυφή, ἡ, ἄκρον, τό. V. ἄκρα, ἡ, P. ἀκρωνυχία, ἡ (Xen.).
    The top of, use adj., P. and V. ἄκρος, agreeing with subs.
    The top of the mound: V. ἄκρα κολώνη (Soph., El. 894).
    On the top of the doclivity: P. ἐπʼ ἄκροις τοῖς κρημνοῖς (Thuc., 6, 97).
    The surface: P. τὸ ἐπιπολῆς.
    On the top of: Ar. and P. ἐπιπολῆς (gen.).
    met., in addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπ (dat.).
    On the top, above: P. and V. νω.
    To the top, upwards: P. and V. νω.
    From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας; utterly.
    met., the highest point: P. and V. ἀκμή, ἡ, ἄκρον, τό.
    Child's toy: P. στρόβιλος, ὁ, Ar. βέμβιξ, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. περέχειν (gen.); use excel, exceed.
    ——————
    adj.
    P. and V. ἄκρος.
    Foremost: P. and V. πρῶτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Top

  • 7 Utterly

    adj.
    Extremely: P. and V. σφόδρα, μλα, Ar. and V. κάρτα (rare P.), V. ἐξόχως, P. διαφερόντως.
    Absolutely: Ar. and P. τεχνῶς.
    Wholly: P. and V. πάντως, πειντελῶς, ἄρδην (Dem. 360), Ar. and P. πνυ, P. ὅλως, παντάπασι, V. εἰς τὸ πᾶν, τὸ πάμπαν, παμπήδην.
    From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας.
    Root and branch: use adj., P. and V. πρόρριζος (also Ar. rare P.), Ar. and V. αὐτόπρεμνος, or use adv., V. πρυμνόθεν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Utterly

См. также в других словарях:

  • κατάκρας — (Α, ιων. τ. κατάκρης) επίρρ. από την κορυφή ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ἄκρας] …   Dictionary of Greek

  • πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… …   Dictionary of Greek

  • σπιλάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. παράκτιος ή παρόχθιος βράχος διαβρωμένος από το νερό (α. «ῥεῑθρον ἀπὸ σπιλάδων», Θεόκρ. β. «νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα», Ομ. Οδ.) 2. πέτρα, πλάκα («κατ ἄκρας σπιλάδος», Σοφ.) 3. κοίλος βράχος, σπήλαιο 4. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»