-
1 Altogether
adv.P. and V. πάντως, πάντη, παντελῶς, Ar. and P. πάνυ, ἀτεχνῶς, P. κατὰ πάντα, ὅλως, παντάπασι, V. εἰς τὸ πᾶν, τὸ πάμπαν, παμπήδην.From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας.Utterly: P. and V. ἄρδην.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Altogether
-
2 Bottom
subs.Foundation: P. and V. πυθμήν, ὁ, P. ἔδαφος, τό.Of a hill: P. κράσπεδα, τά (Xen.).Of ship: P. ἔδαφος, τό.To live right at the bottom of the sea: P. ἐν μέσῳ τῷ πυθμένι τοῦ πελάγους οἰκεῖν (Plat., Phaedo, 109C).To the bottom, downwards: P. and V. κάτω.Thoroughly: P. and V. ἀκριβῶς.Bottom upwards: use adj., P. and V. ὕπτιος.Get to the bottom of: see Discover.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bottom
-
3 Entirely
adv.P. and V. πάντως, πάντη, παντελῶς, Ar. and P. πάνυ, ἀτεχνῶς, P. παντάπασι, κατὰ πάντα, ὅλως, V. εἰς τὸ πᾶν, τὸ πάμπαν, παμπήδην.From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας.Utterly: P. and V. ἄρδην.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Entirely
-
4 Foundation
subs.P. θεμέλιοι, οἱ, τὰ κάτωθεν (Dem. 21), P. and V. πυθμήν, ὁ, V. ῥίζα, ἡ.From the foundation: use P. and V. κατʼ ἄκρας.met., beginning: P. and V. ἀρχή, ἡ.Cause: P. and V. αἰτία, ἡ.Truth: P. and V. ἀλήθεια, ἡ.The foundation principles of conduct: P. πράξεων ὑποθέσεις, αἱ (Dem. 21).Foundation stones: Ar. θεμέλιοι λίθοι, οἱ, P. θεμέλιοι, οἱ.Act of founding (colonies, etc), subs.: P. κτίσις. ἡ, οἴκισις, ἡ, κατοίκισις, ἡ.Statements based on no foundation of truth: P. ἐπʼ ἀληθείας οὐδεμιᾶς εἰρημένα (Dem. 230).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Foundation
-
5 Radically
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Radically
-
6 Top
subs.Crest: P. and V. κορυφή, ἡ, ἄκρον, τό. V. ἄκρα, ἡ, P. ἀκρωνυχία, ἡ (Xen.).The top of, use adj., P. and V. ἄκρος, agreeing with subs.The top of the mound: V. ἄκρα κολώνη (Soph., El. 894).On the top of the doclivity: P. ἐπʼ ἄκροις τοῖς κρημνοῖς (Thuc., 6, 97).The surface: P. τὸ ἐπιπολῆς.On the top of: Ar. and P. ἐπιπολῆς (gen.).met., in addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπί (dat.).On the top, above: P. and V. ἄνω.To the top, upwards: P. and V. ἄνω.From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας; utterly.met., the highest point: P. and V. ἀκμή, ἡ, ἄκρον, τό.Child's toy: P. στρόβιλος, ὁ, Ar. βέμβιξ, ἡ.——————v. trans.P. and V. ὑπερέχειν (gen.); use excel, exceed.——————adj.P. and V. ἄκρος.Foremost: P. and V. πρῶτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Top
-
7 Utterly
adj.Absolutely: Ar. and P. ἀτεχνῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Utterly
См. также в других словарях:
κατάκρας — (Α, ιων. τ. κατάκρης) επίρρ. από την κορυφή ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ἄκρας] … Dictionary of Greek
πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… … Dictionary of Greek
σπιλάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. παράκτιος ή παρόχθιος βράχος διαβρωμένος από το νερό (α. «ῥεῑθρον ἀπὸ σπιλάδων», Θεόκρ. β. «νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα», Ομ. Οδ.) 2. πέτρα, πλάκα («κατ ἄκρας σπιλάδος», Σοφ.) 3. κοίλος βράχος, σπήλαιο 4. ως επίθ.… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek