-
101 судить
1. (в судебном порядке) (καταδικάζω 2. (оценивать, делать заключение, вывод) κρίνω, κατακρίνω, εκτιμώ 3. (в спорте) διαιτητεύω, είμαι διαιτητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судить
-
102 вид
вид Iм1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:\виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.вид IIм1. филос, биол. τό είδος·2. грам. ἡ μορφή:\виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή. -
103 винить
винитьнесов κατηγορώ, ἐνοχοποιώ, θεωρώ ὑπεύθυνο/ μέμφομαι, κατακρίνω (упрекать):некого в этом \винить γι ' αὐτό δέν φταίει κανένας. -
104 корить
коритьнесов разг1. (за что-л.) ψέγω, ψεγαδιάζω, ἐπιτιμὤ2. (чем-л.) κατακρίνω γιά κάτι. -
105 критиковать
критик||оватьнесов κάνω κριτική, κατακρίνω. -
106 порицать
порица||тьнесов ἀποδοκιμάζω, κακίζω, κατακρίνω. -
107 против
противпредлог с род. п.1. (напротив) ἀπέναντι, ἀντίκρυ:остановиться \против дома σταματώ ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι·2. (навстречу) ἐνάντια, κόντρα:\против течения ἐνάντια στό ρεδμα, ἀναπόταμα· плыть \против ветра πλέω κόντρα στον ἄνεμο·3. (вопреки, вразрез) κατά, παρά, ἐναντίον:\против всякого ожида́ния ἐντελ!ώς ἀναπάντεχα, παρά πἄσαν προσδοκίαν \против совести παρά τήν συνείδησιν \против воли παρά τή θέληση· выступать \против διαφωνώ, ἀντιλέγω, κατακρίνὠ быть \против εἶμαι ἀντίθετος, εἶμαι κατά, διαφωνώ· иметь что-л, \против ἔχω ἀντίρρηση· я ничего не имею \против δέν ἔχω καμμιά ἀντίρρηση· за и \против ὑπέρ καί κατά·4. (по сравнению) σέ σύγκριση μέ, σχετι-κά [-ῶς]:вдвое больше \против прошлого года διπλάσιο σέ σύγκριση μέ τό περσινό· ◊ средство \против ревматизма φάρμακο γιά τους ρευματισμούς· три \против одного τρεις μέ ἐναν. -
108 раскритиковать
раскритиковатьсов κάνω αὐστηρή κριτική, κατακρίνω. -
109 εγκατακεκριμένη
ἐν-κατακρίνωgive as sentence against: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
110 ἐγκατακεκριμένη
ἐν-κατακρίνωgive as sentence against: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
111 κατακεκριμένω
-
112 κατακεκριμένῳ
-
113 κατακρίναι
-
114 κατακρῖναι
-
115 κατακριθή
-
116 κατακριθῇ
-
117 κατακριθήι
-
118 κατακριθῆι
-
119 κατακριθήναι
-
120 κατακριθῆναι
См. также в других словарях:
κατακρίνω — κατακρίνω, κατέκρινα (σπάν. κατάκρινα) βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατακρίνω — κατακρί̱νω , κατακρίνω give as sentence against aor subj act 1st sg κατακρί̱νω , κατακρίνω give as sentence against pres subj act 1st sg κατακρί̱νω , κατακρίνω give as sentence against pres ind act 1st sg κατακρί̱νω , κατακρίνω give as sentence… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρίνω — και κατακρένω (AM κατακρίνω, Α αρκαδ. τ. κακρίνω) 1. εκφράζω μομφή εναντίον κάποιου, αποδοκιμάζω κάποιον, επιτιμώ κάποιον για κάτι, κατηγορώ («ο κόσμος σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου») 2. καταγγέλλω κάτι αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α.… … Dictionary of Greek
κατακρινῶ — κατακρῐνῶ , κατακρίνω give as sentence against aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κατακρῐνῶ , κατακρίνω give as sentence against fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρίνω — κατέκρινα, κατακρίθηκα, κατακριμένος, κρίνω εναντίον κάποιου, αποδοκιμάζω, σχολιάζω με δυσμένεια: Όλοι θα σε κατακρίνουν γι αυτή σου την πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακεκριμένα — κατακρίνω give as sentence against perf part mp neut nom/voc/acc pl κατακεκριμένᾱ , κατακρίνω give as sentence against perf part mp fem nom/voc/acc dual κατακεκριμένᾱ , κατακρίνω give as sentence against perf part mp fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεκριμέναι — κατακρίνω give as sentence against perf part mp fem nom/voc pl κατακεκριμένᾱͅ , κατακρίνω give as sentence against perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεκριμένον — κατακρίνω give as sentence against perf part mp masc acc sg κατακρίνω give as sentence against perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεκριμένων — κατακρίνω give as sentence against perf part mp fem gen pl κατακρίνω give as sentence against perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεκρίμεθα — κατακρίνω give as sentence against perf ind mp 1st pl κατακρίνω give as sentence against plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακέκρικε — κατακρίνω give as sentence against perf imperat act 2nd sg κατακρίνω give as sentence against perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)