-
1 κατα αέρα
во воздухГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα αέρα
-
2 κατα γενικήν εκτίμηση
cпоред општата оценаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα γενικήν εκτίμηση
-
3 κατα μήκος
должГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα μήκος
-
4 κατα ξηράν
на копноГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα ξηράν
-
5 κατα τα λεγόμενά του
cпоред неговите зборовиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα τα λεγόμενά του
-
6 κατα την προφορά ..
при изговорот...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα την προφορά ..
-
7 κατα την διάρκεια του ...
во текот на...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα την διάρκεια του ...
-
8 κατα την διάρκεια των μπρίφιν
во текот на брифинзитеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα την διάρκεια των μπρίφιν
-
9 κατα την συνταγήν
cпоред рецептотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα την συνταγήν
-
10 κατα διαταγήν ..
по налог...Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα διαταγήν ..
-
11 κατα την επίθεση
при нападотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα την επίθεση
-
12 κατα τόπον
cпоред меcтотоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα τόπον
-
13 πρώτος (κατα πρώτον)
допрваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > πρώτος (κατα πρώτον)
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)