-
1 κατά-λειμμα
κατά-λειμμα, τό, das Uebriggelassene, der Ueberrest, das Ueberbleibsel, LXX u. a. Sp.
-
2 ἐγ-κατά-λειμμα
ἐγ-κατά-λειμμα, τό, das Ueberbleibsel; Epicur. bei D. L. 10, 50; LXX.
-
3 κατάλειμμα
κατά-λειμμα, τό, das Übriggelassene, der Überrest, das Überbleibsel -
4 ἐγκατάλειμμα
ἐγ-κατά-λειμμα, τό, das Überbleibsel
См. также в других словарях:
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… … Dictionary of Greek