-
1 εἰς-αγγελία
εἰς-αγγελία, ἡ, 1) Ankündigung, Pol. 9, 9, 7. – 2) in Athen eine Art öffentlicher Klagen, Plat. Rep. VIII, 565 c; neben γραφή u. δίκη, Lys. 16, 12; neben γραφαί u. εὐϑῠναι, Dem. 18, 249; die Klageschrift selbst, Lycurg. 34, 137; nach Harpocr. dreierlei Art: – a) ἐπὶ δημοσίοις ἀδικήμασι μεγίστοις ( Dem. 49, 67 ἐάν τις τὸν δῆμον ὑποσχόμενος ἐξαπατήσῃ, εἰςαγγελίαν εἶναι περὶ αὐτοῠ) καὶ ἀναβολὴν μὴ ἐπιδεχομένοις, καὶ ἐφ' οἷς μήτε ἀρχὴ καϑέστηκε μήτε νόμοι κεῖνται (wobei also ein außerordentliches Verfahren beim Senat oder Volk eingeleitet wird, vgl. Dem. 21, 121 εἰςαγ. ἐδόϑη εἰς τὴν βουλὴν ὑπέρ τινος; auch εἰσαγγελίαν εἰςαγγέλλειν, 47, 421; der Kläger ward, im Fall er den Proceß verlor, nicht bestraft. – b) ἐπὶ κακώσεσιν, beim Archon Polemarchos; der Kläger bleibt straflos, selbst wenn er nicht den 5. Theil der Stimmen erhält, – c) κατὰ τῶν διαιτητῶν, gegen öffentliche Schiedsrichter, womit B. A. 244 zu vgl. Ausführlich Meier u. Schömann att. Proceß p. 260 ff Heffter p. 213.
-
2 εἰςαγγελία
εἰς-αγγελία, ἡ, (1) Ankündigung. (2) in Athen eine Art öffentlicher Klagen; die Klageschrift selbst. (a) der Kläger ward, im Fall er den Prozess verlor, nicht bestraft. (b) ἐπὶ κακώσεσιν, beim Archon Polemarchos; der Kläger bleibt straflos, selbst wenn er nicht den 5. Teil der Stimmen erhält. (c) κατὰ τῶν διαιτητῶν, gegen öffentliche Schiedsrichter
См. также в других словарях:
διαιτησία — (Νομ.). Ειδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση των συνηθισμένων δικαιοδοτικών οργάνων (δικαστηρίων). Η δ. ως βοηθητικός θεσμός της στενά εννοούμενης δικαιοδοτικής λειτουργίας, υφίσταται,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
εισαγγελία — Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την… … Dictionary of Greek
προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… … Dictionary of Greek