-
121 κατα-παρ-αλλήλως
κατα-παρ-αλλήλως, parallel, Phot. bibl. p. 440, 11.
-
122 κατα-παταγέω
κατα-παταγέω, verstärktes simplex, Eumath.
-
123 κατα-πατέω
κατα-πατέω, niedertreten, ain-, zertreten; ἐπεὰν καταπατήσῃ τῇσι ὑσὶ τὸ σπέρμα Her. 2, 14; κατεπατέοντο ὑπ' ἀλλήλων 7, 123; Thuc. 7, 84; Xen. Hell. 4, 4, 11; so scheint auch Dem. 34, 37 zu nehmen, τὰ ἄλφιτα καϑ' ἡμίεκτον μετρούμενοι καὶ καταπατούμενοι, indem ihr euch beim Einmessen so kleiner Getreideportionen niedertretet; eigenthümlich 7, 45 εἴπερ ὑμεῖς τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε, niedergetreten, zertreten. – Uebtr., verachten, τὰ γράμματα Plat. Gorg. 484 a, νόμους Legg. IV, 714 a; Sp., bes. LXX; auch τινός, Suid.
-
124 κατα-παυστικός
κατα-παυστικός, ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3.
-
125 κατα-παυστήριον
κατα-παυστήριον, τό, Besänftigungsmittel, Beruhigung, Schol. Soph. Tr. 575 Schol. Ap. Rh. 2, 485.
-
126 κατα-παύσιμος
κατα-παύσιμος, beruhigend, stillend, Sp.
-
127 κατα-παύτης
κατα-παύτης, ὁ, s. καππώτας.
-
128 κατα-παύω
κατα-παύω (s. παύω), aufhören machen, beendigen, stillen, besänftigen; χόλον ϑεῶν Od. 4, 583, wie Eur. Med. 172, μηνιϑμόν Il. 16, 62; π όλεμον 7, 36; νεῖκος Hes. Th. 87; auch von Personen, hemmen, im Zaume halten, hindern, Od. 2, 168. 244 Il. 15, 105; τάχα κέν σε ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε, hätte dich zur Ruhe gebracht, Il. 16, 618; τινά τινος, machen, daß Einer wovon abläßt, ihn wovon abbringen, z. B. τινὰ ἀφροσυνάων, ἀγηνορίης ἀλεγεινῆς, Il. 22, 457; Od. 24, 457; καππαύει δίκαν Pind. N. 9, 15; τίς γὰρ ἂν κατέπαυσενἭρας νόσους ἐπιβούλους, wer hätte sie bewältigt, Aesch. Suppl. 581; οὔπω καταπαύσομεν Μούσας Eur. Herc. Fur. 685; Ar. Av. 1397 Pax 739; in Prosa, τὴν ναυπηγίαν Her. 1, 27, ἀρχήν 1, 86; geradezu absetzen, τυράννους 5, 38 u. öfter; pass., Δημαρήτου καταπαυσϑέντος διεδέξατο τὴν βασιληΐην 6, 71; καταπαῦσαι τῆς ἀρχῆς Μήδους 4, 1, Δημάρητον τῆς βασιληΐης 6, 64, pass. 1, 130; δρόμου Plat. Polit. 294 e; Xen. Cyr. 8, 5, 25; τὸν λόγον, aufhören zu sprechen, Pol. 2, 8, 8; Ath. oft u. a. Sp.; – εὐημερῶν κατάπαυσον p. bei D. Sic. 12, 12. – Med., aufhören, ausruhen, Ggstz ἄρχομαι, Ar. Equ. 1264; aber auch = act., πόϑους, stillen, Eur. Hel. 1153.
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)