-
21 ἐκβαίνω
ἐκ-βαίνω, (1) herausgehen, (a) aussteigen, bes. aus dem Schiffe ans Land steigen; herabsteigen; ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί, sie stiegen vom Wagen. (b) übh. herausgehen, verlassen; νάπος, aus dem Tale; ἐκβαίνειν πρὸς τὸ ὄρος, aus dem Tale heraus aufwärts steigen; ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος, soweit bin ich gekommen; τίνος βοὴ πάραυλος ἐξέβη νάπ ους, tönte heraus aus. (c) darüber hinausgehen, überschreiten; τῆς ἑαυτοῠ ἰδέας, aus seiner Eigentümlichkeit heraustreten; von der Zeit, dem Alter, τὰ τριάκοντα ἔτη, über die dreißig hinauskommen; auch wie unser übertreten, verletzen. Aber οὕτω τάχ' ἂν ἴσως ἐκ τῆς νομοϑεσίας ἐκβαίνοι, er kommt davon, kommt damit zu Stande. (d) von der Rede ausgehen, abschweifen. (e) ausgehen, ausfallen; ἄν τι μὴ κατὰ γνώμην ἐκβῇ, wider Erwarten; in Erfüllung gehen; κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ' οὑμὸς πόσις, er ist erfunden worden. Auch = zu Ende gehen. (2) transit., herausgehen lassen, aussetzen; aus dem Schiffe; ἐκβὰς πόδα, den Fuß heraussetzen -
22 ἵημι
ἵημι,in schnelle Bewegung setzen; (a) schicken, senden; zunächst von lebenden Wesen; ἐν δὲ παρηορίῃσιν Πήδασον ἵει, er schickte den Pedasos an die Leine, spannte ihn daran; αὐτὸν ἀπ' ἄκρας πλακός, schleuderte ihn. (b) einen leblosen Körper werfen, schleudern, bes. ein Geschoss; absol., mit Auslassung des Geschosses: schießen; τῶν μεγάλων ψυχῶν ἱεὶς οὐκ ἂν ἁμάρτοις, auf sie schleudernd, schießend; οἷον τοξότην φαῦλον ἱέντα παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ, wenn er schießt u. verfehlt. (c) die Stimme in Bewegung setzen, ertönenlassen, einen Laut von sich geben; τὸν Πέρσην ' Ελλάδα γλῶσσαν ἱέντα, der hellenisch sprach. (d) vom Wasser: ergießen, fließen lassen. So auch von Tränen; κὰδ δὲ παρειῶν δάκρυον ἧκε χαμᾶζε, ließ auf die Erde fallen; ἐκ δ' ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε χαμᾶζε, ließ das Schwert auf die Erde fallen; ἧκε φέρεσϑαι, ließ fallen; ἧκαν ἑαυτοὺς κατὰ τῆς χιόνος εἰς τὴν νάπην, sie ließen sich hinab. (e) übertr. auf trockne Dinge, bes. von Haaren, κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας, vom Haupte ließ sie die Haare herabwallen, gleichsam herabfließen; ἐϑείρας ἵει ἀμφὶ λόφον, er ließ die Haare um den Helmknauf als Helmbusch niederwallen; ἐκ δὲ ποδοῖϊν ἄκμονας ἧκα δύο, von deinen Beinen ließ ich zwei Ambosse herabhangen, hing sie daran; τοῖσιν δ' ἴκμενον οὖρον ἵει, günstigen Fahrwind senden; ἵεσαν φυγῇ πόδα, setzten den Fuß in Bewegung; ἵεμαι, sich in Bewegung setzen, streben wonach, begehren, verlangen; ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, als sie die Begierde nach Speise u. Trank aus sich herausgeschafft hatten, als sie sich gesättigt hatten
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας … Dictionary of Greek
Πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας … Dictionary of Greek
καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… … Dictionary of Greek
BETAGON — Βητάγων ὁ Κρόνος ὑπὸ Φοινίκαν. Verba sunt Etymologi, in quibus illum egregie falli putat vir magnus de Phoenic. Colon. l. 2. c. 14. Neque enim uspiam ulla mentio Dei cuiusquam sic nominati, praeterquam in Phavorino, qui saepe hunc sequitur κατα… … Hofmann J. Lexicon universale
SARMATIA — I. SARMATIA Tolistobogiorum in Galatia urbs, Antonin. II. SARMATIA regio latissima, ab ipsis Germaniae finibus, et Vistulâ amne in Hyrcaniam usque extensa, ubi olim Venedi, Peucini, Bastarnae etc. Vide Plin. l. 4. c. 11. et l. 6. c. 5. 13. Strab … Hofmann J. Lexicon universale
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
μονοποδιαίος — μονοποδιαῑος, αία, ον (Μ) [μονοποδία] (μετρ.) αυτός που αποτελείται από έναν μετρικό πόδα («τὰ μέτρα τὰ δισύλλαβα τὰ μονοποδιαῑα», Τζέτζ.). επίρρ... μονοποδιαίως (Α) κατά μονοποδία, κατά έναν μετρικό πόδα … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek