-
1 παράλειψις
2 omission, κατὰ παράλειψιν τοῦ ῡ with the omission of.., Ath.11.490f ; κατὰ π. τοῦ εὐκαίρως" Plu.2.1037e ; opp. παραδοχή, Hierocl. in CA 19p.461M.3 a rhetorical figure, in which a fact is designedly passed over, so that attention may be specially called to it, Arist.Rh.Al. 1434a25, 1438b6, Demetr.Eloc. 263, FrontoEp.1.2, Hermog.Id.2.6 ;κατὰ παράλειψιν Id.Inv.2.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλειψις
См. также в других словарях:
κάκαρον — κάκαρον, τὸ (Μ) κρανίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. επίθ. κάρκαρος «τραχύς», που δηλώνει και σήμερα σε ορισμένες διαλέκτους τον ξηρό τόπο. Τη σημασία «κεφάλι, κρανίο» τήν πήρε ως προσδιοριστικό τού ουσ. κεφάλι(ν) κατά παράλειψιν τού τελευταίου (ξερό… … Dictionary of Greek