Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κατὰ+μέρος

  • 1 сторона

    сторон||а
    ж
    1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:
    в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·
    2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:
    родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·
    3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:
    πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·
    4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:
    лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·
    5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:
    противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·
    6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:
    рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία!

    Русско-новогреческий словарь > сторона

  • 2 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

  • 3 Turn

    v. trans.
    P. and V. τρέπειν, στρέφειν, ἐπιστρέφειν.
    Change: P. and V. μεταφέρειν, μεταβάλλειν, μεταστρέφειν; see Change.
    Translate: P. μεταφέρειν.
    Let us turn our steps from this path: V. ἔξω τρίβου τοῦδʼ ἴχνος ἀλλαξώμεθα (Eur., El. 103).
    Turn a corner: Ar. and V. κάμπτειν.
    Where are you turning your head? Ar. τὴν κεφάλην ποῖ περιάγεις; ( Pax, 682).
    Turn one's neck: P. περιάγειν τὸν αὐχένα (Plat., Rep. 515C).
    Direct ( towards an object): P. and V. ἐπέχειν (τί τινι, or τι ἐπί τινι).
    Turn on a lathe: Ar. and P. τορνεύειν.
    met., round off ( a phrase): Ar. and P. τορνεύειν, P. ἀποτορνεύειν.
    Spin: P. and V. στρέφειν; see Spin.
    V. intrans. P. and V. τρέπεσθαι, στρέφεσθαι, ἐπιστρέφεσθαι.
    Change: P. and V. μεταστρέφεσθαι, P. περιίστασθαι; see Change.
    Wend: P. and V. τρέπεσθαι; see Wend.
    Spin, revolve: P. and V. κυκλεῖσθαι, στρέφεσθαι, P. περιστρέφεσθαι; see Spin.
    Turn in the race-course: V. κάμπτειν (Soph., El. 744).
    Become: P. and V. γίγνεσθαι.
    Turn about: see Turn back (Turn).
    Turn against, estrange, v. trans.: P. ἀλλοτριοῦν, ἀπαλλοτριοῦν.
    Embroil: Ar. and P. διιστναι.
    Betray: P. and V. προδιδόναι.
    Turn aside: P. and V. ποτρέπειν, ποστρέφειν.
    Turn from its course: P. παρατρέπειν, P. and V. ἐκτρέπειν, πεκτρέπειν, V. παρεκτρέπειν, διαστρέφειν; see Divert.
    Turn aside, v. intrans.: P. and V. ἐκτρέπεσθαι, πεκτρέπεσθαι, ποτρέπεσθαι, ποστρέφειν (or pass.), P. παρατρέπεσθαι, ἐκκλίνειν.
    Turn away: see Turn aside (Turn).
    Turn back, v. trans.: P. and V. ποτρέπειν.
    Send back: Ar. and P. ποπέμπειν.
    Deter: P. and V. ποστρέφειν, Ar. and P. ποτρέπειν, V. παρασπᾶν.
    Turn back, v. intrans.: P. and V. ποστρέφειν (or pass.), ποστρέφειν (or pass.), ναστρέφειν, Ar. and P. ἐπαναστρέφειν.
    Turn from, v. trans., deter: Ar. and P. ποτρέπειν; see deter; v. intrans., V. ποτρέπεσθαι (acc.), Ar. and V. ποστρέφεσθαι (acc.) (also Xen.), P. ἀποτρέπεσθαι ἐκ (gen.).
    Desist from: P. and V. φίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), V. μεθίστασθαι (gen.).
    Turn into, change into, v. trans.: P. μεταλλάσσειν (εἰς. acc.).
    Become, v. intrans.: P. and V. γίγνεσθαι.
    Turn into a beast: V. ἐκθηριοῦσθαι.
    Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν εἰς (acc.) or ἐπί (acc.).
    Turn out, manufacture, v. trans.: see Manufacture.
    Turn out of doors: P. and V. ἐκβάλλειν, νιστναι, ἐξανιστναι.
    Be turned out of doors: P. and V. ἐκπίπτειν.
    Drive out: P. and V. ἐλαύνειν, ἐξελαύνειν, ἐκβάλλειν; see Banish.
    Depose: P. and V. ἐκβάλλειν, P. παραλύειν; see Depose.
    Turn out, result, v. intrans.: P. and V. ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, ἐξέρχεσθαι, P. ἀποβαίνειν, V. τελεῖν, ἐξήκειν, ἐκτελευτᾶν, Ar. and P. συμφέρεσθαι.
    Turn over, hand over, v. trans.: P. and V. παραδιδόναι, Ar. and P. ἐπιτρέπειν.
    Upset: P. and V. νατρέπειν, ναστρέφειν; see Upset.
    Turn over in one's mind: see Ponder.
    Turn over a new leaf: V. μεθαρμόζεσθαι βελτίω βίον (Eur., Alc. 1157).
    Turn round, v. trans.: P. and V. νακυκλεῖν (pass. in Plat.), ἐπιστρέφειν, περιγειν (Eur., Cycl. 686).
    Turn round, v. intrans.: P. and V. ἐπιστρέφειν (or ποστρέφειν, μεταστρέφεσθαι.
    Change: P. περιίστασθαι.
    Not turning round, adj.: V. ἄστροφος (Soph., O. C. 490).
    Turn tail: P. and V. ποστρέφειν, V. νωτίζειν; fly.
    Turn to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι πρός (acc.), P. καταφεύγειν εἰς, or πρός (acc.), V. φεύγειν εἰς (acc.).
    Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Turn upside down, v. trans.: P. and V. νω κτω στρέφειν; see under Upside (Upside down).
    Upset: P. and V. ναστρέφειν, νατρέπειν.
    Turn upside down, be upset, v. intrans.: P. and V. ναστρέφεσθαι, νατρέπεσθαι.
    Capsize: V. ὑπτιοῦσθαι.
    ——————
    subs.
    Change: P. and V. μεταβολή, ἡ, μετάστασις, ἡ; see Change.
    Opportunity: P. and V. ὥρα, ἡ, καιρός, ὁ.
    Turn of the scale, met.: P. and V. ῥοπή, ἡ.
    Twist, trick: P. and V. στροφή, ἡ.
    He will wait the turn of events: P. προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι (Dem. 14).
    Good turn, service: P. and V. χρις, ἡ, P. εὐεργεσία, ἡ, V. πουργία, ἡ; see Service.
    Do ( one) a good turn: P. and V. εὖ ποιεῖν (acc.). εὖ δρᾶν (acc.).
    Bad turn, injury: P. and V. κακόν, τό; see Injury.
    Do ( one) a bad turn: P. and V. κακῶς ποιεῖν (acc.), κακῶς δρᾶν (acc.).
    The pair had hardly taken two or three turns ( in walking) when Clinias enters: P. οὔπω τούτω δύʼ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε ἤτην καὶ εἰσέρχεται Κλεινίας (Plat., Euthy. 273A).
    Duty coming round by rotation: P. and V. μέρος, τό.
    By turns: P. and V. ἐν μέρει, ἐν τῷ μέρει, P. κατὰ μέρος, V. ν μέρος.
    In order: P. and V. ἐφεξῆς, ἑξῆς.
    By relays: P. κατʼ ἀναπαύλας.
    Alternately: P. and V. παραλλάξ.
    In turn: P. and V. ἐν μέρει, ἐν τῷ μέρει.
    I will speak in your turn: P. ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει (Plat., Symp. 185D).
    In return: P. and V. αὖ, αὖθις.
    In compounds: use ἀντι, e. g.
    hear in turn: P. and V. ἀντακούειν (Xen.).
    Be captured in turn: V. αὖθις ἀνθαλίσκεσθαι.
    Out of turn: P. παρὰ τὸ μέρος (Xen.).
    They took it in turns to sleep and do the rowing: P. οἱ μὲν ὕπνος, ἡροῦντο κατὰ μέρος, οἱ δὲ ἤλαυνον (Thuc. 3, 49).
    Taking one's turn: use adj., P. and V. διδοχος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Turn

  • 4 оттягивать

    оття||гивать
    несов
    1. τραβῶ κατά μέρος, σύρω κατά μέρος (в сторону) / τραβώ πίσω, σύρω πίσω (назад):
    \оттягивать курок σηκώνω τόν πετεινό· \оттягивать войска ἀποσύρω τά στρατεύματα·
    2. (на более поздний срок) ἀναβάλλω, τραινάρω, βραδύνω·
    3. тех. (путем ковки) τραβώ· ◊ \оттягивать время κερδίζω χρόνο.

    Русско-новогреческий словарь > оттягивать

  • 5 by

    1. preposition
    1) (next to; near; at the side of: by the door; He sat by his sister.) δίπλα σε
    2) (past: going by the house.) μπροστά από
    3) (through; along; across: We came by the main road.) μέσω, διαμέσου
    4) (used (in the passive voice) to show the person or thing which performs an action: struck by a stone.) από (ποιητικό αίτιο)
    5) (using: He's going to contact us by letter; We travelled by train.) με (μεταφορικό μέσο)
    6) (from; through the means of: I met her by chance; by post.) από, μέσω
    7) ((of time) not later than: by 6 o'clock.) έως, μέχρι
    8) (during the time of.) κατά τη διάρκεια
    9) (to the extent of: taller by ten centimetres.) κατά
    10) (used to give measurements etc: 4 metres by 2 metres.) επί
    11) (in quantities of: fruit sold by the kilo.) με
    12) (in respect of: a teacher by profession.) όσον αφορά
    2. adverb
    1) (near: They stood by and watched.) κοντά, παραδίπλα
    2) (past: A dog ran by.) από μπροστά
    3) (aside; away: money put by for an emergency.) κατά μέρος
    - bypass 3. verb
    (to avoid (a place) by taking such a road.) αποφεύγω, παρακάμπτω
    - bystander
    - by and by
    - by and large
    - by oneself
    - by the way

    English-Greek dictionary > by

  • 6 оставить

    оставить
    сов, оставлять несов
    1. ἀφήνω:
    \оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·
    2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:
    \оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·
    3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:
    \оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·
    4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:
    \оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα!

    Русско-новогреческий словарь > оставить

  • 7 отбрасывать

    отбрасывать
    несов, отбросить сов
    1. ρίχνω, πετώ, ἀποτινάζω, ἀποβάλλω· \отбрасывать тень ρίχνω σκιά·
    2. (неприятеля) ἀποκρούω, ἀπωθώ·
    3. перен ἀφήνω, ἐγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω:
    \отбрасывать сомнения ἀφήνω τίς ἀμφιβολίες· \отбрасывать мысль ἐγκαταλείπω τήν ίδέα.

    Русско-новогреческий словарь > отбрасывать

  • 8 отзывать

    отзывать
    несов ί. (в сторону) παίρνω (или τραβῶ) κατά μέρος·
    2. (посла, депутата и т. п.) ἀνακαλώ.

    Русско-новогреческий словарь > отзывать

  • 9 откладывать

    откладывать
    несов
    1. (в сторону) βάζω στήν ἀκρη, βάζω κατά μέρος, ἀποθέτω·
    2. (про запас) μαζεύωΐ ἀποθηκεύω, φυλάγω:
    \откладывать деньги μαζεύω χρήματα·
    3. (отсрочивать) ἀναβάλλω:
    \откладывать решение вопроса ἀναβάλλω τήν λύση τοῦ ζητήματος· \откладывать на завтра ἀναβάλλω γιά αὐριο·
    4. биол. ἀποθέτω, γεννῶ αὐγά· ◊ \откладывать в долгий ящик βάζω στό χρονοντούλαπο.

    Русско-новогреческий словарь > откладывать

  • 10 отставлять

    отстав||лять
    · несов (отодвигать) ἀπομακρύνω, ἀποθέτω / βάζω κατά μέρος, βάζω στήν μπάντα (в сторону).

    Русско-новогреческий словарь > отставлять

  • 11 подробность

    подробн||ость
    ж ἡ λεπτομέρεια:
    со всеми \подробностьостями μέ ὀλες τίς λεπτομέρειες, μέ ὀλα τά καθέκαστα· не вдаваясь в \подробностьости ἀφήνοντας κατά μέρος τίς λεπτομέρειες.

    Русско-новогреческий словарь > подробность

  • 12 приберегать

    приберегать
    несов, приберечь сов φυλάγω, φυλάω, οἰκονομώ, βάζω κατά μέρος.

    Русско-новогреческий словарь > приберегать

  • 13 запас

    α.
    1. προμήθεια, εφεδρεία, εφόδια, ρεζέρβα•

    запас дров προμήθεια καυσόξυλων•

    запас продовольствии προμήθεια τροφίμων•

    запас боеприпасов εφεδρεία πολεμοφοδίων•

    запас сырья απόθεμα πρώτων υλών•

    запас знаний πολυμάθεια, πολυγνωσία, πλούτος γνώσεων•

    запас слов πλούτος λέξεων•

    в -е για εφεδρεία•

    отложить про запас βάζω κατά μέρος (κρατώ για εφεδρεία).

    2. (για ενδύματα) γύρισμα•

    выпустить запас βγάζω το γύρισμα (για φάρδεμα, μάκρεμα).

    3. (στρατ.) εφεδρεία•

    офицер в -е έφεδρος αξιωματικός•

    уволить в -е αποστρατεύω•

    быть в -е είμαι σε εφεδρεία•

    выйти в запас αποστρατεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > запас

  • 14 зарезервировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ. κρατώ ρεζέρβα, εφεδρεία, βάζω κατά μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > зарезервировать

  • 15 оставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι.

    || βάζω, θέτω•

    оставить в недоумении αφήνω σε αμηχανία.

    || αφήνω•

    оставить ученика на второй год αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν προβιβάζω τον μαθητή•

    оставить следы αφήνω ίχνη•

    он -ил это без внимания αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ αυτό•

    оставить на свободе αφήνω ελεύθερο (απελευθερώνω)•

    оставить в стороне αφήνω κατά μέρος.

    2. διατηρώ, φυλάγω, κρατώ•

    оставить обед для опоздавших αφήνω φαγητό για τους βραδυπορούντες•

    оставить работу до другого раза αφήνω τη δουλειά γι άλλη φορά•

    оставить бороду αφήνω γένεια•

    оставить усы αφήνω μουστάκια.

    3. παραχωρώ. || κληροδοτώ.
    4. εγκαταλείπω, παρατώ•

    комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύριστο•

    он -ил город αυτός άφησε την πόλη•

    оставить школу по болезни αφήνω το σχολείο λόγω. ασθένειας•

    он -ил своих детей αυτός παράτησε τα παιδιά του•

    оставить людей без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους.

    5. δε διώχνω, δεν απολύω κρατώ•

    оставить на работе αφήνω στη δουλειά•

    оставить на службе αφήνω στην υπηρεσία.

    6. σταματώ, διακόπτω•

    оставить разговор αφήνω την κουβέντα.

    || αποβάλλω, διώχνω•

    -ьте эти чрные мысли δώξ-τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις•

    оставить дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες.

    7. (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ•

    оставить в дураках νικώ κάποιον στο παιγνίδι «βλάκες».

    εκφρ.
    в покое – αφήνω ήσυχο•
    оставить за собой ή позади себя – α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ξεπερνώ•
    не своими милостями ή своим покровительствомπαλ. δεν αφήνω στο έλεος.

    Большой русско-греческий словарь > оставить

  • 16 отвалить

    -алю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αναποδογυρίζω, ανατρέπω•

    отвалить камень αναποδογυρίζω την πέτρα.

    || ξεκόβω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω. || ξεχωρίζω, βάζω κατά μέρος.
    2. δίνω, χορηγώ, παρέχω από φιλότιμο.
    3. αποπλέω, σαλπάρω, αναχωρώ || αναμερώ, κάνω στην άκρη.
    1. πέφτω, αποσπώμαι, ξεκόβομαι, γκρεμίζομαι.
    2. (απλ.) παύω να ακουμπώ, δε στηρίζομαι απομακρύνομαι. || παύω να τρώγω, απομακρύνομαι από το φαγητό (ως χορτασμένος).
    3. ανακάμπτω (το σώμα, το κεφάλι.).

    Большой русско-греческий словарь > отвалить

  • 17 отложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω κατά μέρος• αποθέτω. || αφήνω, διατηρώκάτι για κάποιον•

    отложить на чрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης.

    || τέμνω, χωρίζω.
    2. αναβάλλω•

    отложить на завтра αναβάλλω για αύριο•

    отложить свадьбу αναβάλλω το γάμο.

    3. παλ. αναδιπλώνω•

    отложить воротника κατεβάζω το γιακά.

    4. ξεζεύω.
    5. (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (τοσύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.).
    6. γεννώ, αποθέτω•

    отложить яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα•

    отложить икру αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ.

    7. (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα.
    εκφρ.
    отложить попечение – δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω.
    1. (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα.
    2. μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει•

    отложить в памяти εντυπώνομαι στη μνήμη.

    3. παλ. αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. || απομακρύνομαι, αποφεύγω απομονώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отложить

  • 18 отставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, αναμερίζω, μετατοπίζω, βάζω κατά μέρος•

    стол от окна αναμερίζω το τραπέζι από το παράθυρο.

    || προβάλλω, εκτείνω μπροστά, βάζω μπροστά•

    отставить ногу προβάλλω το πόδι.

    2. παλ. απομακρύνω κόβω σχέσεις. || απολύω, διώχνω•

    отставить от службы απολύω από την υπηρεσία.

    3. отставить! (παράγγελμα)• στον καιρό! σταμάτα! -τάτε! άφησε! αφήστε!•

    разговоры отставить! να σταματήσουνοι κουβέντες! || αίρω, ακυρώνω, καταργώ•

    это распоряжение уже -ли αυτή τη διαταγή πιατην ακύρωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > отставить

  • 19 оттянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω προς τα πίσω ή κατά μέρος•

    курок σηκώνω (ανυψώνω) τον επικρουστήρα.

    || παρασύρω•

    течением баржу -ло от берега το ρεύμα παρέσυρε τη μαουνα από την ακτή.

    || σύρω, τραβώ βίαια. || αποσπώ παραπλανώντας•

    оттянуть силы врага, τραβώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    2. τεντώνω προς τα κάτω με το βάρος. || προκαλώ πόνο με το βάρος•

    вдра -ли руки μου πόνεσαν τα χέρια κουβαλώντας κουβάδες.

    3. τρενάρω, αναβάλλω, παρελκύω, καθυστερώ.
    4. (τεχ.)
    επιμηκύνω με σφυρηλάτηση.
    5. βλ. оттопырить.
    εκφρ.
    оттянуть время – κερδίζω χρόνο, παρελκύω σκόπιμα.
    1. αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι• αποχωρώ•

    наши войска -лись южнее τα στρατεύματα μας αποσύρθηκαν νοτιότερα.

    2. κρέμομαι από το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > оттянуть

  • 20 побоку

    επίρ.
    (απλ.) στην άκρη, κατά μέρος, στη μπάντα.

    Большой русско-греческий словарь > побоку

См. также в других словарях:

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»