-
1 καταπετάννυμι
A spread out over,κατὰ λῖτα πετάσσας Il.8.441
, cf. E.Hel. 1459 (lyr., tm.); δέρρεις πρό τινος κ. Ph.Bel.91.13, cf. D.S. 20.9.II spread or cover with,τὴν αὐλὴν δικτύοις Ar.V. 132
;τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Id.Pl. 731
;ἱστίῳ ἀνθρώπους Pl.Prm. 131b
;ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι X.Cyr.8.3.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπετάννυμι
См. также в других словарях:
λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… … Dictionary of Greek
καταπεταννύω — (Α καταπετάννυμι και καταπεταννύω) αφήνω κάτι να πέσει, να απλωθεί από πάνω προς τα κάτω, να απλωθεί πάνω σε κάτι, ξεδιπλώνω, ανοίγω πάνω σε κάτι (α. «κατὰ λῑτα πετάσσας» αφού άπλωσε από πάνω ένα λινό πανί, Ομ. Ιλ. β. «κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε»… … Dictionary of Greek