Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κατὰ+λόγον

  • 1 Proportion

    subs.
    P. ἀναλογία, ἡ.
    In proportion: P. κατὰ λόγον.
    In the same proportion: P. κατὰ ταὐτά, κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον, ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον.
    In proportion to: P. ἀνὰ λόγον (gen.).
    Quota: use P. and V. μέρος, τό.
    Fair share: P. and V. τὸ σον.
    Measure: P. and V. μέτρον, τό.
    Symmetry, harmony: P. συμμετρία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Proportion

  • 2 Analogously

    adv.
    Similarly: P. and V. ὁμοίως.
    In proportion: P. κατὰ λόγον, κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Analogously

  • 3 Correspondingly

    adv.
    Similarly: P. and V. ὁμοίως.
    Proportionately: P. κατὰ λόγον.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Correspondingly

  • 4 слово

    слов||о
    с
    1. в разн. знач. ἡ λέξη [-ις], ὁ λόγος:
    ласковые \словоа τά χαϊδευτικά λόγια, τά γλυκόλογα· оскорбительные \словоа οἱ ὑβριστικοί λογοι· э́то пустые \словоа, одни \словоа (εἶναι) κούφια λόγια, (εἶναι) μόνο λογια· дар \словоа τό χάρισμα τής εὐγλωττίας· свобода \словоа ἡ ἐλευθερία τοῦ λογού· игра слов τό λογοπαίγνιο· давать честное \слово δίνω λογον τιμής· сдержать \слово κρατώ (τηρῶ) τόν λόγο μου, τήν ὑπό-σχεσή μου· поверить на \слово πιστεύω στά λογια· перейти от слов к делу περνώ ἀπό τά λογια στήν πράξη· бросить \словоа на ветер ρίχνω λόγια στον ἀέρα· мие ну́жно сказать вам два \словоа ἔχω νά σᾶς πῶ δυό λογια· он ему́ не сказал и и \словоа δέν τοῦ είπε λέξη· он не проронил ни \словоа δέν ἔβγαλε κουβέντα· повторить \слово в \слово ἐπαναλαμβάνω λέξη προς λέξη, ἐπαναλαμβάνω ἐπί λέξει· переводить \слово в \слово μεταφράζω κατά λέξιν передать на \словоа́х μεταδίδω προφορικά· он за \словоом в карман не полезет разг ἐχει ἐτοιμη τήν ἀπάντηση· одни́м \словоом μέ δυό λόγια· \слово за \слово разг ἀπό λόγο σέ λόγο· другими \словоами μέ αλλα λόγια· со слов, по \словоа́м κατα ?α λεγόμενα· не нахожу слов... δε βρισκω λόγια...· слов нет разг χωρίς συζήτηση· понимать друг друга без слов συνεννοούμαστε χωρίς πολλές κουβέντες· к \словоУ (сказать) разг ἐπάνω σ' αὐτό, σχετικά μ' αὐτο· по последнему \словоу (науки, техники) μέ τήν τελευταία λέξη·
    2. (речь, выступление) ὁ λόγος, ἡ δημη-γορία, ἡ ἀγόρευση [-ις]; приветственное \слово χίΗ'^τι?ΤΓ'ίΡιος λόγος· заключительное \слово *· ЯН1 ια τοδ κλεισίματος· предоставлять (брать).. δίνω (λαμβάνω или παίρνω) τον λόγο· просить \словоа ζητώ νά μιλήσω, ζητβ τόν λόγο· лишать \словоа ἀφαιρώ τόν λόγο· выступить с кратким \словоом ἐκφωνδ σύντομο λόγο· ◊ \слово не воробей, вылетит не поймаешь погов. σοῦ ξέφυγε ἡ κοοβεντα πίσω δέν ΎΟρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > слово

  • 5 в-третьих

    в-третьих
    вводн. сл. τρίτον, κατά τρίτον λόγον.

    Русско-новогреческий словарь > в-третьих

  • 6 Deluge

    subs.
    P. κατακλυσμός, ὁ, ἐπίκλυσις, ἡ; see Flood.
    ——————
    v. trans.
    P. κατακλύζειν.
    met., P. and V. κατακλύζειν; see Overwhelm.
    Having deluged our ears with a continuous stream of talk: P. ἡμῶν καταντλήσας κατὰ τῶν ὤτων ἁθρόον καὶ πολὺν τὸν λόγον (Plat., Rep. 344D).
    Having my ears deluged with talk: P. διατεθρυλημένος τὰ ὦτα (Plat., Rep. 358C).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deluge

  • 7 Lower

    adj.
    Inferior: P. and V. ἥσσων, χείρων.
    Lower than, inferior to: P. and V. ἥσσων (gen.), χείρων (gen.), ὕστερος (gen.).
    The Lower World: P. and V. οἱ κτω, οἱ κτωθεν, V. οἱ ἔνερθε, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ νέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός.
    The place where the dead go: P. and V. ᾍδης, ὁ.
    ——————
    adv.
    Further down: Ar. κατωτέρω.
    ——————
    v. trans.
    Let down: P. and V. καθιέναι.
    Abase: P. and V. καθαιρεῖν, συστέλλειν, κολούειν; see Abase.
    Abate: P. and V. μεθιέναι, φεσθαι (gen.), νιέναι.
    Lessen: P. ἐλασσοῦν.
    Impair: P. and V. βλάπτειν, διαφθείρειν.
    Disgrace: P. and V. αἰσχνειν, καταισχύνεις
    Lower your voices: Ar. ὕφεσθε τοῦ τόνου (Vesp. 337).
    Lower your tone: met., V. ἄνες ( 2nd aor. imper. act. of ἀνιέναι), λόγον (Eur., Hel. 442).
    Lower ( sails): see Reef.
    In time of trouble methinks I should voyage with lowered sails (met.), V. ἐν κακοῖς μοι πλεῖν ὑφειμένῃ δοκεῖ (Soph., El. 335).
    Lower oneself, let oneself down: P. and V. καθιέναι ἑαυτόν, P. συγκαθιέναι ἑαυτόν, Ar. καθιμᾶν ἑαυτόν.
    met., condescend: P. συγκαθιέναι.
    V. intrans. Impend: P. and V. ἐφίστασθαι, P. ἐπικρέμασθαι, ἐπηρτῆσθαι (perf. pass. of ἐπαρτᾶν).
    Frown: Ar. ὀφρῦς συνγειν, V. ὄμματα συννεφεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lower

  • 8 Regard

    subs.
    Care: P. and V. ἐπιστροφή, ἡ, σπουδή, ἡ, P. ἐπιμέλεια, ἡ, Ar. and P. μελέτη, ἡ, V. ὥρα, ἡ, Ar. and V. μέριμνα, ἡ, φροντς, ἡ (rare P.); see Care.
    Respect, deference: P. θεραπεία, ἡ; see Respect.
    Respectfulness: V. αἰδώς, ἡ.
    Pay regard to: P. ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι (gen.), V. λόγον ἔχειν (gen.); see regard, v.
    In regard to: P. and V. κατ (acc.), πρός (acc.); see Concerning.
    Love: see Love.
    Look: see Look.
    ——————
    v. trans.
    Heed, care for: Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), P. and V. ἐπιστρέφεσθαι (gen.), φροντίζειν (gen.), ἐντρέπεσθαι (gen.) (Plat. but rare P.), τημελεῖν (acc. or gen.) (Plat. but rare P.), V. μέλεσθαι (gen.), ὤραν ἔχειν (gen.), Ar. and V. προτιμᾶν (gen.).
    Pay respect to: Ar. and P. θεραπεύειν.
    Value: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, P. and V. τιμᾶν, κήδεσθαι (gen.) (rare P.), V. ἐναριθμεῖσθαι, προκήδεσθαι (gen.).
    Look upon: P. and V. ποβλέπειν (εἰς, acc. or πρός, acc.), προσορᾶν (Plat. but rare P.); see Behold, Watch.
    Consider: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι, γειν, V. νέμειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Regard

См. также в других словарях:

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • σύγγραμμα — το, ΝΜΑ [συγγράφω] πνευματικό έργο σε γραπτό πεζό λόγο (α. «εξέδωσε ένα σημαντικό επιστημονικό σύγγραμμα» β. «Πρόδικος δὲ ὁ σοφὸς ἐν τῷ συγγράματι τῷ περὶ Ἡρακλέους», Ηρόδ.) νεοελλ. βιβλίο («κάθε φοιτητής δικαιούται δωρεάν ένα μόνον σύγγραμμα»)… …   Dictionary of Greek

  • loĝ- —     loĝ     English meaning: rod, twig     Deutsche Übersetzung: “Rute, Gerte”?     Material: Gk. ὀ λόγινον ὀζῶδες, συμπεφυκός Hes., κατά λογον τ(ην) μύρτον Hes. (probably as “densis hastilibus horrida myrtus” Verg. Aen. III 23, formation gleich …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Прония — (Πρόνοια). Термин этот часто встречается в харистикарной практике Византии, обозначая попечение о монастыре, данном в харистикию (см.), вследствие чего лицо, принявшее на себя обязанности, связанные с харистикией, называется προνοητής. В более… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

  • χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …   Dictionary of Greek

  • ԴԷՊ — (դիպի. դէպք, դիպաց.) NBH 1 0612 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. ԴԷՊ ԴԷՊՔ. σύμπτωμα casus, accidens, eventus Դիպուած, եւ դիպողութիւն. պատահումն. պատշաճողութիւն. առիթ. ... *Դէպք ինչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • Heraclitus — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch …   Deutsch Wikipedia

  • Herakleitos — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch …   Deutsch Wikipedia

  • Heraklit von Ephesos — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»