-
1 кастрюля
-
2 кастрюли
кастрюлиж ἡ κατσαρόλα, ὁ τέντζε· ρης· -
3 томить
том||и́тьнесов1. βασανίζω, καταπονώ:\томить голодом βασανίζω μέ τήν πείνα· \томить молчанием βασανίζω μέ τή σιωπή μου·2. кул. ψήνω σέ κατσαρόλα:\томить жаркое ψήνω ψητό κατσαρόλας. -
4 кастрюля
[καστργιούλγια] ουσ. θ. κατσαρόλα -
5 кастрюля
[καστργιούλγια] ουσ θ κατσαρόλα -
6 закоптить
-пчу, -птишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закопченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. καπνίζω, καλύπτω με καπνιά•закоптить стекло καπνίζω το γυαλί•
закоптить кастрюлю μαυρίζω την κατσαρόλα, ταριχεύω με κάπνισμα.
2. αρχίζω να καπνίζω κλπ. ρ. βλ. коптить.καπνίζομαι, σκεπάζομαι από καπνιά•стены -лись οι τοίχοι μαύρισαν από τον καπνό.
|| ταριχεύομαι με κάπνισμα•рыба хорошо -лась το ψάρι καλά καπνίστηκε.
-
7 кастрюля
-и θ.κατσαρόλα. -
8 набухать
-
9 натопить
натопить 1-оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натопленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.καίω θερμαίνω, ζεσταίνω•натопить печь καίω τη θερμάστρα ή το φούρνο•
натопить квартиру θερμαίνω το διαμέρισμα.
καίω θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.натопить 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. натопить).1. λιώνω, ρευστοποιώ (πολύ, πολλά)•натопить воску λιώνω πολύ κηρί•
натопить кастрюлю жиру λιώνω μια κατσαρόλα λίπος.
2. διαλύω• ετοιμάζω•натопить молоко ετοιμάζω (διαλύοντας γάλα συμπυκνωμένο).
λιώνω, τήκομαι, ρευστοποιούμαι•из снега -лось ведро воды από το χιόνι βγήκε.(έλιωσε) ένας κουβάς νερό.
-
10 начистить
-чищу, -чистишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начищенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. (με ποσοτική σημ.) καθαρίζω, ξεφλουδίζω |кастрилго картошки καθαρίζω μια κατσαρόλα πατάτες.2. καθαρίζω καλά• παστρεύω.καθαρίζομαι, καθαρίζω τον εαυτό μου, τα ενδύματα μου. -
11 ополоснуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ополоснутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.(απλ.) ξεπλύνω•-кастрюлю ξεπλύνω την κατσαρόλα•
ополоснуть руки ξεπλύνω τα χέρια.
ξε-πλύνομαι. -
12 открыть
-рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -оρ.σ.1. ανοίγω•открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•
открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•
открыть окно ανοίγω το παράθυρο•
открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•
открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.
|| ξεκλειδώνω•открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.
|| μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•открыть границу ανοίγω τα σύνορα•
открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.
2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.
3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•открыть газ ανοίγω το γκαζ•
открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•
открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•
открыть клуб ανοίγω λέσχη.
4. αρχίζω•открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•
открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•
открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.
5. αποκαλύπτω, φανερώνω•открыть тайну εκμυστηρεύομαι.
6. ανακαλύπτω•колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.
εκφρ.открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.1. ανοίγω•чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•
книга -лась το βιβλίο άνοιξε.
|| ξεκλειδώνομαι•дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.
2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•-лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.
4. αρχίζω,κάνω έναρξη•театр -лся το θέατρο άνοιξε.
5. εκμυστηρεύομαι όλα.6. (για πληγή) ανοίγω.εκφρ.глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω). -
13 отчистить
-ищу, -йстишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отчищенный- βρ: -щен, -а, -оκαθαρίζω, εξαλείφω, βγάζω•отчистить пятно καθαρίζω το λεκέ•
отчистить ржавчину βγάζω τη σκουριά.
καθαρίζομαι, εξαλείφομαι, βγαίνω•пятно -лось о• λεκές καθάρισε•
кастриля -лась η κατσαρόλα καθάρισε.
-
14 пригореть
-ит ρ.σ.1. καίγομαι λίγο, αρπάζω•корка хлеба -ла ή κόρα του ψωμιού άρπαξε.
2. τσικνώνω•каша -ла в кастрюле το κουρκούτι τσικνωσε στην κατσαρόλα.
3. ξηραίνομαι•трава -ла το χορτάρι ξηράθηκε.
-
15 прикрыть
ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω. || κουπών ω•прикрыть кастрюлю крышкой κουπώνω την κατσαρόλα με το καπάκι.
2. (στρατ.) προφυλάσσω, προστατεύω•прикрыть фланг καλύπτω το πλευρό•
прикрыть отступление καλύπτω την υποχώρηση.
3. αποκρύπτω, σκόπιμα αποσιωπώ• συγκαλύπτω. || φράζω, εμποδίζω.4. κλείνω λίγο, μισοκλείνω•прикрыть дверь μισοκλείνω την πόρτα.
5. κλείνω, διαλύω•прикрыть магазин κλείνω το μαγαζί.
1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•прикрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.
2. μτφ. κρύβομαι, συγκαλύπτομαι•он хотел прикрыть хвастивыми словами αυτός ήθελε να καλυφτεί με καυχησιολογίες.
3. μισοκλείνομαι.4. κλείνω, διαλύομαι, παύω να λειτουργώ•магазин -лся το μαγαζί έκλεισε.
См. также в других словарях:
κατσαρόλα — η (λ. ενετ.), μαγειρικό σκεύος: Βράζει νερό στην κατσαρόλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατσαρόλα — η μαγειρικό σκεύος με μία μακριά ή δύο μικρές λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cazzerola] … Dictionary of Greek
ατσίκνιστος — και ατσίκνωτος, η, ο 1. (για φαγητά) αυτός που δεν έπιασε τσίκνα, που δεν κόλλησε στην κατσαρόλα 2. (για χώρους) αυτός που δεν μυρίζει τσίκνα … Dictionary of Greek
εξαύω — (I) ἐξαύω (Α) [αύω] βγάζω, ιδ. από την κατσαρόλα. (II) ἐξαύω (Α) [αύω] θερμαίνω. (III) ἐξαύω (Α) [αὔω] ξεφωνίζω, κραυγάζω … Dictionary of Greek
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek
κέρνος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Είναι γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους, όμως απέκτησε τυποποιημένη μορφή σε μεταγενέστερες εποχές. Στο πάνω μέρος του υπήρχαν μία ή δύο σειρές μικρών αγγείων που ονομάζονταν κοτυλίσκοι. Το αγγείο αυτό… … Dictionary of Greek
κατσαρολικά — τα [κατσαρόλα] το σύνολο τών μαγειρικών σκευών … Dictionary of Greek
κατσαρόλι — το μικρή κατσαρόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατσαρόλ α + υποκορ. κατάλ. ι (< ιον)] … Dictionary of Greek
κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… … Dictionary of Greek
μπακιρένιος — ια, ιο [μπακίρι] αυτός που έχει κατασκευαστεί από χαλκό, χάλκινος («μπακιρένια κατσαρόλα») … Dictionary of Greek
ξεσκεπάζω — 1. βγάζω το σκέπασμα, αφαιρώ το κάλυμμα (α. «μην ξεσκεπάζεις το παιδί το βράδυ, γιατί θα κρυώσει» β. «ξεσκέπασε την κατσαρόλα να δεις αν έγινε το φαγητό») 2. (μέσ. και παθ.) ξεσκεπάζομαι α) βγάζω από πάνω μου τα σκεπάσματα, τη σκεπή, το κάλυμμα… … Dictionary of Greek