Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κατορθώσω

  • 1 κατορθώσω

    κατορθόω
    set upright: aor subj act 1st sg
    κατορθόω
    set upright: fut ind act 1st sg
    κατορθόω
    set upright: aor subj act 1st sg
    κατορθόω
    set upright: fut ind act 1st sg
    κατορθόω
    set upright: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
    κατορθόω
    set upright: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > κατορθώσω

  • 2 κατορθόω

    κατορθόω fut. κατορθώσω; 1 aor. κατώρθωσα (LXX, TestSol); aor. mid. κατωρθωσάμην; aor. pass. 3 sg. κατωρθώθη (2 Ch 29:35; 35:10, 16) (s. ὀρθός and next entry; Trag., Thu.+) to cause someth. to be correct or to come out right, set straight, complete, bring to a successful conclusion of God (Menand., Epitr. 556 S. [380 Kö.]; Alex. Aphr., Fat. 34, II 2 p. 206, 31; cp. Jos., Ant. 12, 312) τὰς μερίμνας he will set your cares straight Hv 4, 2, 5 (Polyaenus 8, 23, 30 of τοὺς πολέμους to bring them to a fortunate end). Mid. κ. τὰς ἐντολάς carry out the commands v 3, 5, 3. τὰς ὁδούς (cp. Ps 118:9) 2, 2, 6.—Pass. 1, 1, 8.—DELG s.v. ὀρθός. M-M s.v. κατόρθωμα. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κατορθόω

См. также в других словарях:

  • κατορθώσω — κατορθόω set upright aor subj act 1st sg κατορθόω set upright fut ind act 1st sg κατορθόω set upright aor subj act 1st sg κατορθόω set upright fut ind act 1st sg κατορθόω set upright aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) κατορθόω set upright aor ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμοφτύνω — 1. κάνω αιμόπτυση 2. μοχθώ νύχτα μέρα για να κατορθώσω κάτι, «φτύνω αίμα» …   Dictionary of Greek

  • βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… …   Dictionary of Greek

  • κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… …   Dictionary of Greek

  • προσοίομαι — Α νομίζω ότι θα κατορθώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + οἴομαι «νομίζω, θεωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσσπεύδω — Α σπεύδω προς κάτι, βιάζομαι προκειμένου να κατορθώσω, να επιτύχω κάτι …   Dictionary of Greek

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»