-
1 κατοικίδιοι
κατοικίδιοςliving in: masc /fem nom /voc pl -
2 κατοικίδιος
A living in or about a house, domestic,μῦς Theopomp.Hist.258
(a); [ σκύλαξ] Nic.Dam.56 J.; ὄρνεις Gp.l.c., 2.35.5; ; οἱ κ. stay-at-home historians, Luc.Hist.Conscr.37;κ.βίος Ph.2.378
, D.S. 3.53; κ. κατατάσιες domestic means or methods of extension, Hp. Art.78; τὰ κ. τῶν ἔργων household duties, Hierocl.p.62 A.; κατοικίδιοι (sc. θεοί), οἱ, = Lat. Penates, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοικίδιος
-
3 κοσάλανον
A v. κοσυβάτας. [full] κόσκικοι· οἱ κατοικίδιοι ὄρνιθες, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσάλανον
См. также в других словарях:
κατοικίδιοι — κατοικίδιος living in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
COLIUM — in veter. Inscr. apud Tertullian. de Spect. Et nunc ara Conso illi in Circo defossa est, ad primas metas sub terra curn inscriptione eiusmodi, CONSUS CONSILIO, MARS DUELLO, LARES COLIO POTENTES; uti legit Salmasius, pro COMITIO, quod vulgo… … Hofmann J. Lexicon universale
κατοικίδιος — α, ο (ΑΜ κατοικίδιος, ον, Α ποιητ. θηλ. κατοικάς, Μ θηλ. και α) (για ζώα) αυτός που διαμένει στο σπίτι, αυτός που ζει κοντά στον άνθρωπο (α. «η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο» β. «κατοικίδιαι ὄρνεις», Γεωπ.) αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται… … Dictionary of Greek