-
1 καταρρινάω
A file down, make thin, ap. Stob.4.37.16: metaph., κατερρινημένον τι λέγειν polished, elegant, Ar.Ra. 901; of men, βραχίον' εὖ κατερρινημένους, i. e. having had all superfluous flesh worked off, A. Supp. 747 ( κατερρινωμένους covered with shields, Wellauer; cf. [full] κατερρινωμένον· καταπεπυκασμένον, καταδεδερματωμένον, Hsch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρινάω
-
2 καταῤ-ῥῑνέω
καταῤ-ῥῑνέω, aus-, zerfeilen, übertr. wie bei uns von der Rede, ἀστεῖόν τι καὶ κατεῤῥινημένον λέγειν Ar. Ran. 901, geistreich u. sein ausgefeilt; nach Phryn. in B. A. 9, 3 τὸ οὕτω λεπτῶς καὶ ἄκρως διειργασμένον ὡς μηδὲ διαιρεῖσϑαι ἐπιτήδειον εἶναι. Bei Aesch. Suppl. 728, βραχίον' εὖ κατεῤῥινημένους, soll es »abgehärtet« heißen, dah. Wellauer κατεῤῥινωμένους vermuthet.
-
3 καταῤῥῑνέω,
καταῤ-ῥῑνέω, u. καταῤ-ῥῑνάω, u. καταῤ-ῥῑνίζω, aus-, zerfeilen, übertr. wie bei uns von der Rede, ἀστεῖόν τι καὶ κατεῤῥινημένον λέγειν, geistreich u. sein ausgefeilt -
4 καταῤῥῑνάω,
καταῤ-ῥῑνέω, u. καταῤ-ῥῑνάω, u. καταῤ-ῥῑνίζω, aus-, zerfeilen, übertr. wie bei uns von der Rede, ἀστεῖόν τι καὶ κατεῤῥινημένον λέγειν, geistreich u. sein ausgefeilt -
5 καταῤῥῑνίζω
καταῤ-ῥῑνέω, u. καταῤ-ῥῑνάω, u. καταῤ-ῥῑνίζω, aus-, zerfeilen, übertr. wie bei uns von der Rede, ἀστεῖόν τι καὶ κατεῤῥινημένον λέγειν, geistreich u. sein ausgefeilt
См. также в других словарях:
καταρρινώ — καταρρινῶ και καταρινῶ, άω και έω (Α) 1. φθείρω κάτι ξύνοντας, λεπταίνω («ἰσχναίνων και καταρρινῶν τὰ συγκρίματα») 2. αδυνατίζω από την εργασία 3. φρ. «κατερρινημένον τι λέγειν» να λέει κάτι πολύ λεπτό, πολύ έξυπνο (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek