-
1 κατεναίρω
κατεναίρω, mid. aor. κατενήρατο: slay, Od. 11.519†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κατεναίρω
См. также в других словарях:
κατεναίρω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) φονεύω, σκοτώνω (α. «θανὼν ἔτ οὖσαν κατήναρές με», Σοφ. β. «Τηλεφίδην κατενήρατο χαλκῷ», Ομ. Οδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐν αίρω «φονεύω»] … Dictionary of Greek