-
1 κατεναιρω
(эп. med. aor. 1 κατένηρα, aor. 2 κατήνᾰρον; aor. 1 med. κατενηράμην) убивать, умерщвлять(τινά Soph., Anth.; med. χαλκῷ τινα Hom.)
См. также в других словарях:
κατεναίρω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) φονεύω, σκοτώνω (α. «θανὼν ἔτ οὖσαν κατήναρές με», Σοφ. β. «Τηλεφίδην κατενήρατο χαλκῷ», Ομ. Οδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐν αίρω «φονεύω»] … Dictionary of Greek