Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κατεβάζω

  • 81 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 82 отглодать

    ρ.σ.μ. καταβροχθίζω, κατεβάζω μπουκιές.

    Большой русско-греческий словарь > отглодать

  • 83 отложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω κατά μέρος• αποθέτω. || αφήνω, διατηρώκάτι για κάποιον•

    отложить на чрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης.

    || τέμνω, χωρίζω.
    2. αναβάλλω•

    отложить на завтра αναβάλλω για αύριο•

    отложить свадьбу αναβάλλω το γάμο.

    3. παλ. αναδιπλώνω•

    отложить воротника κατεβάζω το γιακά.

    4. ξεζεύω.
    5. (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (τοσύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.).
    6. γεννώ, αποθέτω•

    отложить яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα•

    отложить икру αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ.

    7. (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα.
    εκφρ.
    отложить попечение – δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω.
    1. (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα.
    2. μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει•

    отложить в памяти εντυπώνομαι στη μνήμη.

    3. παλ. αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. || απομακρύνομαι, αποφεύγω απομονώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отложить

  • 84 отогнать

    отгоню, отгонишь, παρλθ. χρ. отогнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отогнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. διώχνω, -εκδιώκω•

    отогнать собаку διώχνω το σκυλί.

    || (για άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.) παρασύρω μετατοπίζω.
    2. μετακινώ, πηγαίνω, οδηγώ•

    отогнать овец на зимние пастбища κατεβάζω τα πρόβατα στα χειμαδιά..

    || παλ. παίρνω βίαια, αποσπώ, αρπάζω.
    3. αποστάζω.

    Большой русско-греческий словарь > отогнать

  • 85 понурить

    ρ.σ.μ. (με τη λ. голова)• χαμηλώνω, σκύβω, κατεβάζω• κλίνω, γέρνω.
    χαμηλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ., θλίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > понурить

  • 86 припустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να πάει ή να βυζάξει•

    припустить жеребца к кобыле αφήνω το πουλαράκι να βυζάξει στη φοράδα.

    2. αφήνω να τρέξει ταχύτερα•

    припустить коня αφήνω τα χαλινά του αλόγου να τρέξει ταχύτερα.

    3. επιταχύνω το βάδισμα. || δυναμώνω•

    дождь -ил η βροχή δυνάμωσε.

    4. κατεβάζω, μακρύνω ξανοίγω, φαρδύνατ•

    припустить швы ανοίγω λίγο τις ραφές•

    припустить платье μακρύνω λίγο το φόρεμα.

    επιταχύνω το βάδισμα.

    Большой русско-греческий словарь > припустить

  • 87 пропустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να περάσει, να διέλθει, να εισχωρήσει, να εισδύσει• επιτρέπω.
    2. εξυπηρετώ•

    столовая -ла за день тысячу людой το εστιατόριο εξυπηρέτησε για μια μέρα χίλια άτομα.

    || περνώ•

    пропустить нитку через уш-κο•

    иголки περνώ την κλωστή στην τρύπα του βελονιού.

    || διατρυπώ• διαπερνώ•

    пропустить гвоздь через доску διατρυπώ τη σανίδα με το καρφί.

    || διοχετεύω•

    пропустить воду через фильтр φιλτράρω το νερό.

    || κόβω•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή, κόβω το κρέας στην κρεατομηχανή.

    || εξετάζω, ελέγχω• περνώ• υποβάλλω•

    пропустить проект через комиссию περνώ το σχέδιο από την επιτροπή (για έλεγχο).

    3. αναμερώ (για να περάσει κάποιος)•

    женщину с ребнком κάνω μέρος να περάσει η γυναίκα με το παιδάκι.

    || επιτρέπω την είσοδο•

    пропустить в парк επιτρέπω την είσοδο στο πάρκο.

    (αθλτ.) δεν μπορώ να αποτρέψω το γκολ•

    вратарь -ил мяч в ворота ο τερματοφύλακας δε μπόρεσε να αποτρέψει το γκολ.

    4. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι πλησίον. || ξεχνώ κάτι περνώντας από κοντά. || αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία.
    5. αφήνω κενό. || παρέρχομαι• παραλείπω•

    пропустить несколько страниц αφήνω μερικές σελίδες.

    || απουσιάζω•

    пропустить урок απουσιάζω από το μάθημα.

    6. (απλ.) πίνω (ποτό), κατεβάζω. || τρώγω κάτι, τσιμπώ.
    εκφρ.
    никого не пропустить – δεν αφήνω κανέναν σε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > пропустить

  • 88 ронять

    -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. χάνω, μου πέφτει χωρίς να αντιληφθώ•

    нести, не -яй πήγαινε το, πρόσεχε μη σου πέσει και το χάσεις.

    || ρίχνω κάτω από απροσεξία.
    2. χαμηλώνω, κατεβάζω, γέρνω•

    ронять голову на подушко γέρνω το κεφάλι στο προσκέφαλο.

    3. μαδιέμαι, φυλλορροώ.
    4. προφέρω, μιλώ τραχιά.
    5. Ρίχνω, μειώνω•

    ронять своё достоинство ρίχνω την αξιοπρέπεια μου.

    εκφρ.
    ронять слёзы – χύνω δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > ронять

  • 89 рюмочка

    θ.
    ποτηράκι•

    любить -у κρασο-πινω, κρασώνομαι•

    пропустить -у πίνω, κατεβάζω κρασί.

    εκφρ.
    талия -ой ή в -у – μέση (σαν) δαχτυλίδι.

    Большой русско-греческий словарь > рюмочка

  • 90 сбавить

    -влю, -вишь, ρ.σ.μ.
    1. αφαιρώ, βγάζω•

    сбавить триста граммов с общего веса αφαιρώ τριακόσια γραμμάρια από το ολικό βάρος.

    2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω. || χαμηλώνω, κατεβάζω.
    μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.

    Большой русско-греческий словарь > сбавить

  • 91 свезти

    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    свезти багаж на станцию μεταφέρω τις αποσκευές στο σταθμό.

    2. βλ. свозить (1 σημ.).
    3. κατεβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > свезти

  • 92 сглотать

    ρ.δ.μ. (απλ.) τρώγω λαίμαργα, κατεβάζω, καταβροχθίζω.

    Большой русско-греческий словарь > сглотать

  • 93 спешить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спешенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ. κατεβάζω από το άλογο• υποχρεώνω να ξεπεζέψει.
    αφιππεύω, ξεπεζεύω, ξεκαβαλικεύω.
    -шу, -шишь
    ρ.δ.
    1. βιάζομαι, επείγομαι•

    я -шу είμαι βιαστικός•

    куда вы -йте? για που βιάζεστε;

    2. σπεύδω, πηγαίνω γρήγορα•

    спешить домой πηγαίνω γρήγορα για το σπίτι.

    3. προπορεύομαι• πηγαίνω μπροστά•

    часы -ат το ρολόι πηγαίνει μπροστά.

    εκφρ.
    не -ша – αβίαστα, αργά, χωρίς βιασύνη.

    Большой русско-греческий словарь > спешить

  • 94 тяпнуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. βλ. тяпать.
    2. (απλ.) χτυπώ. || δαγκώνω.
    3. παίρνω, αποκτώ με δόλο.
    4. πίνω, κατεβάζω, κοπανώ•

    -вотки πίνω βότκα.

    (απλ.) πέφτω, χτυπώ.

    Большой русско-греческий словарь > тяпнуть

  • 95 убавить

    -влю -вишь ρ.σ.μ.
    μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• περιορίζω, συντομεύω• κοντεύω, βραχύνω•

    убавить цену κατεβάζω την τιμή•

    убавить размер μειώνω το μέγεθος•

    убавить скорость ελαττώνω την ταχύτητα•

    убавить расходы περιορίζω τα έξοδα•

    убавить свет ή света λιγοστεύω το φως•

    убавить рукава κοντεύω τα μανίκια•

    убавить срок συντομεύω την προθεσμία.

    || αδυνατίζω, ξεπέφτω, χάνω από το βάρος μου•

    убавить в весе χάνω από το βάρος μου.

    μειώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > убавить

  • 96 убрать

    уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран
    κ. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).

    || βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•

    убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•

    -подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.

    2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).
    διώχνω, εκδιώκω•

    -ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.

    || παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.
    3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•

    убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.

    4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•

    убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).

    5. τοποθετώ, βάζω•

    убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.

    || μαζεώ, περιστέλλω•

    убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.

    || συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.

    6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•

    за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.

    7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•

    убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•

    убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.

    || παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.
    1. φεύγω, αναχωρώ•

    он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.

    2. τελειώνω•

    вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.

    3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.
    4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.
    5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•

    все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).

    Большой русско-греческий словарь > убрать

  • 97 уписать

    ρ.σ.μ.
    1. γράφω, κάνω να χωρέσει, συμπεριλαβαίνω•

    уписать письмо на одной странице γράφω την επιστολή σε μια σελίδα.

    2. (απλ.) τρώγω γρήγορα, κατεβάζω, κατ,αβροχθίζω•

    полгуся -ал καταβρόχθισε μισή χήνα.

    (για κείμενο) χωρώ, συμπερ ιλαβαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > уписать

  • 98 усидеть

    усижу, усидишь ρ.σ.
    1. κάθομαι, κρατιέμαι στη θέση μου•

    едва он -ел от боли αυτός μόλις μπόρεσε να κρατηθεί στη θέση του από τον πόνο.

    2. παραμένω•

    ни одного дня не могу усидеть дома ούτε μια μέρα δεν μπορώ να κα-θήσω στο σπίτι•

    секретарь -ел, несмотря на изменения ο γραμματικός παρέμεινε στη θέση του, παρά τις αλλαγές.

    3. и- (απλ.) βλ. засидеть.
    4. и- (απλ.) κάθομαι για φαγητόήγια πιοτό• τρώγω• πίνω• κατεβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > усидеть

  • 99 филировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ.
    ανεβάζω βαθμιαία τη φωνή και σε συνέχεια την κατεβάζω μηδενίζοντας την λεπτύνω.

    Большой русско-греческий словарь > филировать

  • 100 флаг

    α.
    σημαία, παντιέρα, το λάβαρο•

    государственный флаг η κρατική σημαία•

    поднимать флаг υψώνω τη σημαία•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    припустить флаг υποστέλλω τη σημαία•

    выкинуть белый флаг σηκώνω άσπρη σημαία•

    парламентарский флаг σημαία διαπραγματεύσεων•

    бело-голубой греческий флаг η γαλανόλευκη ελληνική σημαία•

    красный флаг κόκκινη σημαία.• зелёный флаг πράσινη σημαία•

    украшать -ами σημαιοστολίζω.

    εκφρ.
    держать (свой) флаг – (για πλοίαρχο) υπηρετώ στο καράβι•
    остаться за -ом – α) μένω,πίσω από το τέρμα (στην ιπποδρομία), β) μτφ. υστερώ, υπολείπομαι (από τους άλλους)•
    под -ом марксизма-ленинизма – κάτω από τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού (με γνώμονα το μαρξισμό-λενινισμό).

    Большой русско-греческий словарь > флаг

См. также в других словарях:

  • κατεβάζω — κατεβάζω, κατέβασα, κατεβασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: κατεβάζω – κατεβαίνω : από άποψη σημασίας, το κατεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του κατεβάζω, π.χ. η ασπιρίνη τού κατέβασε τον πυρετό – ο πυρετός του κατέβηκε με την ασπιρίνη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… …   Dictionary of Greek

  • κατεβάζω — κατέβασα, κατεβάστηκα, κατεβασμένος 1. φέρνω κάτι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη: Τα κατέβασαν τα κιβώτια στο υπόγειο. 2. βοηθώ ή αναγκάζω κάποιον να κατεβεί από κάπου: Τον κατέβασε από το θρόνο του. 3. η παροιμία «αλί που το χει η κούτρα του να …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαιρώ — (AM καθαιρώ, έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι) (για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε») μσν. αρχ. 1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῡσα ψῆφος» η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κατεβασιά — η [κατεβάζω] 1. η ενέργεια τού κατεβάζω 2. άφθονη ροή υδάτων ποταμού ή ρεύματος 3. πολύ δυνατή αιφνίδια βροχή 4. ορμητικός άνεμος 5. καταρροή τής μύτης, συνάχι 6. καταρράκτης τών ματιών 7. κήλη, κατέβασμα 8. κατηφοριά 9. (σε αθλοπαιδιές,… …   Dictionary of Greek

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • καθιμώ — καθιμῶ, άω (Α) 1. κατεβάζω κάποιον με σχοινί («καθιμᾷ αὐτὸν δήσας», Αριστοφ.) 2. (απλώς) κατεβάζω κάτι («τὸν τράχηλον ἂ καθιμήσας ἀνελκύσεις») 3. (κατά τον Ησύχ.) «καθιμᾷ καθίησι, χαλᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱμῶ «ανασύρω»] …   Dictionary of Greek

  • καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • προκαθίημι — Α 1. κάθομαι εκ τών προτέρων 2. κατεβάζω ή ρίχνω κάτι κάτω προηγουμένως («προκαθίημι εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.) 3. αποστέλλω εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», Δημοσθ.) 4. μτφ. (σχετικά με πόλη) ρίχνω, εμβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • υφίημι — και ιων. τ. ὑπίημι Α [ἵημι] 1. (σχετικά με ιστίο) κατεβάζω 2. (για ραβδούχο) κατεβάζω την ράβδο μου μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού 3. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει», Ομ. Ιλ.) 4. (ιδίως) βάζω τα νεογνά κάτω… …   Dictionary of Greek

  • κατεβαίνω — κατεβαίνω, κατέβηκα, κατεβασμένος βλ. πίν. 92 Σημειώσεις: κατεβάζω – κατεβαίνω : από άποψη σημασίας, το κατεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του κατεβάζω, π.χ. η ασπιρίνη τού κατέβασε τον πυρετό – ο πυρετός του κατέβηκε με την ασπιρίνη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»