-
121 κατανενωτισμένον
κατά, ἀνά-ἐνωτίζομαιgive ear: perf part mp masc acc sgκατά, ἀνά-ἐνωτίζομαιgive ear: perf part mp neut nom /voc /acc sgκατά-νωτίζωturn one's back: perf part mp masc acc sgκατά-νωτίζωturn one's back: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
122 κατανομάζει
κατά, ἀνά-ὀμάζωgrowl: pres ind mp 2nd sgκατά, ἀνά-ὀμάζωgrowl: pres ind act 3rd sgκατά-νομάζωgraze: pres ind mp 2nd sgκατά-νομάζωgraze: pres ind act 3rd sg -
123 κατανόωμεν
κατά-ἀνάζωfut ind act 1st pl (epic doric aeolic)κατά-νάωflow: pres subj act 1st pl (epic)κατά-νάωflow: pres ind act 1st pl (epic)κατά-νάωflow: imperf ind act 1st pl (epic) -
124 καταπαραχθείσης
κατά, ἀπό-ἀράζωsnarl: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic)κατά-ἀπαράσσωstrike off: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic)κατά-ἀπαράσσωstrike off: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic)κατά-παράγωlead by: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) -
125 καταπαρέντα
κατά-παρίημιlet fall at the side: aor part act masc acc sgκατά-παρίημιlet fall at the side: aor part act neut nom /voc /acc plκατά-πείρωpierce: aor part pass neut nom /voc /acc plκατά-πείρωpierce: aor part pass masc acc sg -
126 καταπειρέσθω
κατά, ἀπό-ἔρομαιask: pres imperat mp 3rd sg (epic ionic)κατά, ἀπό-εἴρωfasten together in rows: pres imperat mp 3rd sgκατά, ἀπό-εἴρω 2say: pres imperat mid 3rd sg (epic ionic)κατά-πείρωpierce: pres imperat mp 3rd sg -
127 καταπεπαρμένων
κατά, ἀπό-ἐπαραρίσκωfit to: aor part mid fem gen pl (epic doric aeolic)κατά, ἀπό-ἐπαραρίσκωfit to: aor part mid masc /neut gen pl (epic doric aeolic)κατά-πείρωpierce: perf part mp fem gen plκατά-πείρωpierce: perf part mp masc /neut gen pl -
128 καταπεπηχότα
κατά, ἀπό-ἐπάγωbring on: perf part act neut nom /voc /acc plκατά, ἀπό-ἐπάγωbring on: perf part act masc acc sgκατά-πήσσωAër.perf part act neut nom /voc /acc plκατά-πήσσωAër.perf part act masc acc sg
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)