-
1 κατα-σπιλάζω
κατα-σπιλάζω, beflecken, Hesych. erkl. μολύνω. – Unvermuthet überfallen, Suid., K. S.
-
2 κατασπιλάζω
κατα-σπιλάζω, beflecken. Unvermutet überfallen
См. также в других словарях:
σπιλάδα — η / σπιλάς, άδος, ΝΑ, και σπιλιάδα και σπηλάδα και σπηλιάδα και σβιλάδα Ν ισχυρή παροδική ριπή ανέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. κατα σπιλάζω* (< σπίλος [Ι] «κηλίδα»), το οποίο από σημ. «κηλιδώνω, λερώνω»… … Dictionary of Greek