-
1 κατα-σπεύδω
κατα-σπεύδω, betreiben, beschleunigen; τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων Aesch. 3, 67; Sp., bes. Rhett.
-
2 σπεύδω
Grammatical information: v.Meaning: `to hurry, to hasten, to strive, to exert oneself', trans. `to drive, to quicken, to ply, to aspire after'.Other forms: Aor. σπεῦσαι, fut. σπεύσομαι (Il.), σπεύσω (E. a.o.), σπευσίω (Cret.), perf. ἔσπευκα (hell.), rare midd. σπεύ-δομαι (A.), pass. ἔσπευσμαι (late),Compounds: Also w. prefix, e.g. ἐπι-, κατα-, συ-. Compp., e.g. κενό-σπουδ-ος `seriously prosecuting frivolities' with - έω, - ία (hell.). -- 2. κατάσπευ-σις (: κατα-σπεύδω) f. `hurry' (Thd.; σπεῦσις Gloss.), σπευσ-τός (Phryn.), - τικός ( ἐπι-) `hurried' (Arist., Eust.).Derivatives: 1. σπουδ-ή f. `haste, zeal, labour, seriousness, good will' (Il.), with - αῐος `zealous, striving, serious, good' (IA) with - αιότης f. (Pl. Def., LXX a. o.), -ᾱξ ἀλετρίβανος H. (cf. below); - άζω ( ἐπι-, κατα-, συ- a. o.) `to be quick, to carry on seriously, etc.' (IA) with - ασμα, - ασμάτιον, - ασμός, - αστής, - αστός, - αστικός.Etymology: Through the maintenance of the ου-diphthong σπουδή proves to be an old derivation (cf. Schwyzer 347); the primary σπεύδω on the opposite has resisted any vowelchange. -- Good formal and semantic agreement shows Lith. spáusti (\< *spáud-ti), with pres. spáudžiu `press, squeeze', also `push, drive on', intr. `hutty'. A trace of the meaning `push' has also been supposed in σπούδαξ = ἀλετρίβανος, `pestle of a mortar' (*"oppressor"; Fick BB 29, 197). The inf. spáus-ti can be equated with σπεύδ-ω, but the pres. spáudžiu can as well be an old iterative IE *spoudéiō. With σπουδή agrees formally spaudà f. `pressure, literature'. Beside it with ū-vowel spūdà f. `throng, urgency, pressure' and spūdė́ti `be oppressed, thrust down, pain oneself, meddle'. With zero grade also Alb. punë `work, business', if from * spud-nā. Arm. p'oyt`, gen. p'ut`oy (o-stem) `zeal' however gives problems both in the an- and auslaut; cf. Lidén GHÅ 39 [1933]: 2, 49; also Hiersche Ten. aspiratae 237. -- Hypothetic further combinations with rich lit. in WP. 2, 659, Pok. 998 f. (esp. Szemerényi ZDMG 101, 205ff.) and Fraenkel s. spaudà; older lit. also in Bq.Page in Frisk: 2,765Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπεύδω
-
3 κατασπεύδω
A urge, hasten on,πρᾶγμα Aeschin.3.67
, cf. LXX Ex. 5.13:—[voice] Pass., of words, to be urgent or rapid,κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν D.H. Comp.20
(Upton for κατεσπάσθαι) κατεσπεῦσθαι (v.l. - εσπάσθαι)τὴν λέξιν Gal.16.548
;τὰ κατεσπευσμένα Longin.19.2
;ἡ ἁρμονία οὐ κ. Id.40.4
.II intr., make haste, hasten, ib.De.33.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασπεύδω
-
4 κατασπεύδω
κατα-σπεύδω, betreiben, beschleunigen -
5 κατασπευδω
-
6 σπουδή
A haste, speed, σπουδὴν ἔχειν make haste, Hdt. 9.89; σ. ἔσται τῆς ὁδοῦ haste on the journey, Th.7.77;ὅκως ἂν αὐτὸν ὁρῶσι σπουδῆς ἔχοντα Hdt.9.66
; χωρίον.., οἷ σπουδὴν ἔχω whither I am hastening, Ar.Lys. 288;τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν Thphr.Char.3.6
; σπουδῇ in haste, v. infr. IV;σὺν σπουδῇ ταχύς S.Ph. 1223
; σὺν πάσῃ ς. with all dispatch, POxy.63.5 (ii/iii A.D.);διὰ σπουδῆς E.Ba. 212
, X.HG6.2.28, etc.;ἐκ σπουδῆς Arist.Mir. 837a15
; μετὰ ς. Ev.Marc.6.25, cf. Hdn.6.4.3, etc.;κατὰ σπουδήν Th.1.93
, 2.90, X.An.7.6.28, etc. (but this sense freq. runs into the next).II zeal, pains, trouble, effort,ἄτερ σπουδῆς Od.21.409
; σῆς ὑπὸ ς. A.Th. 585;σπουδῆς οὐκ ἀξία S.OT 778
, cf. Pl.R. 604c, etc.; freq. in dat. σπουδῇ, zealously, v. infr. IV. 3; soσὺν σπουδῇ Id.Lg. 818c
; σὺν πολλῇ ς. X.An.1.8.4; ἐπὶ μεγάλης ς. Pl.Smp. 192c; μετὰ πολλῆς ς. Id.Chrm. 175e; σπουδὴν ποιεῖσθαι exert oneself, take pains, be eager, Th.4.30; c. inf., Hdt.3.4, 7.205;σ. πολλὴν ποιέεσθαι Id.6.107
;πᾶσαν σ. ποιήσασθαι ὅπως.. PHib.1.71.9
(iii B.C.); σ. ποιεῖσθαι περί τινος Pl.Smp. 177c; περί τινα ib. 179d;ἐπί τινι Luc.Salt.1
: c. gen., σπουδήν τινος ποιήσασθαι make much ado about.., Hdt.1.4; σπουδαὶ λόγων κατατεινομένων zeal for the conflicting arguments, E.Hec. 130 (anap.);πρός τι D.S.17.114
;ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σ. ἅπασαν Pi.P.4.276
;ὅτου χάριν σ. ἔθου τήνδ' S.Aj.13
; σ. ἔχειν, c. inf., to be eager, Hdt.6.120; c. acc. et inf., Id.7.149;σ. ἔχειν τινός E.Alc. 778
, 1014;περί τινος Pl. Amat. 136c
; ;ὅπως τι γένηται D.H.Comp.22
;σ. γίγνεται περί τι Pl.Phdr. 276e
;σ. ἐστι περὶ πραγμάτων D.8.2
; ; ἡ σ. τῆς ἀπίξιος my zeal in coming, Hdt.5.49, cf. S.Fr. 257; ὅπλων σπουδῇ with great attention to the arms, Th.6.31, cf. Pl.Lg. 855d: pl., ἐπιμέλειαι καὶ σ. πλήθους γεννημάτων eagerness for.., ib. 740d; zealous exertions, E. Ion 1061 (lyr.), Arist.Rh. 1370a12.b in a religious sense, zeal,πρὸς τὴν θεάν Inscr.Magn.85.12
(ii B.C.), cf.Ep.Rom.12.11; ἐνδείκνυσθαι ς. Ep.Hebr.6.11.2 esteem, regard for a person, διὰ τὴν ἐμὴν ς. Antipho 6.41;πάνυ πολλῆς σ. ἄξιος X.Smp.1.6
; good will, good offices,σ. ὑπέρ τινος 2 Ep.Cor.8.16
, cf. PTeb.314.9 (ii A.D.); support in political life, Plu.Crass.7: pl., party feelings or attachments, rivalries,σ. ἰσχυραὶ φίλων περί τινος Hdt.5.5
;κατὰ σπουδάς Ar.Eq. 1370
, Ael.VH3.8; σπουδαὶ ἐρώτων erotic enthusiasms, Pl.Lg. 632a.III earnestness, σ. ἔχειν, ποιεῖσθαι,= σπουδάζειν, E.Ph. 901, Ar.Ra. 522;σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι X.Smp.1.13
, cf. 2 Ep.Cor.7.11, etc.: freq. with a Prep., in adv. sense, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις in earnest, seriously, Il.7.359, 12.233; μετὰ σπουδῆς, opp. ἐν παιδιαῖς, X.Smp.1.1; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ ς. Pl.Lg. 887d; , cf. Smp. 197e;καὶ χωρὶς σπουδῆς καὶ μετὰ σπουδῆς ἐπαινεῖν Arist.Rh. 1366a29
.IV σπουδῇ as Adv., in haste, hastily,προερέσσαμεν Od.13.279
;ἀνάβαινε 15.209
;στρατιὴν ἄγειν Hdt.9.1
, cf. 89; [dialect] Dor.,σπουδᾷ ἐξελθοῦσα IG42(1).121.21
(Epid., iv B.C.); freq. in [dialect] Att.,σ. πάνυ Th.8.89
, etc.;σπουδῇ ποδός E.Hec. 216
.2 with great exertion and difficulty, and so, hardly, scarcely,σπουδῇ ἕζετο λαός Il.2.99
, cf. 5.893, Od.3.297;σ. παρπεπιθόντες Il.23.37
, Od.24.119.3 earnestly, seriously, urgently, τί με καλεῖς σπουδῇ; E.Ph. 849;σπουδῇ ἀκούειν Pl.R. 388d
;σ. χαριεντίζεσθαι Id.Ap. 24c
; πάνυ ς. attentively, Id.Phd. 98b; πολλῇ ς. very busily, Hdt.1.88, Ar.Th. 791, X.Cyr.4.5.12, etc.;πάσῃ σ. μανθάνειν Pl.Lg. 952a
, etc.
См. также в других словарях:
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
οτρύνω — ὀτρύνω (Α) 1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη 2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.) 3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 4. (μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
σπούδαξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανος». [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός εκφραστικός τ. < σπουδή + επίθημα αξ (πρβλ. αὖλ αξ). Η σημ. τού τ. «γουδί», αν δεν είναι μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. τής ρίζας τού ρ. σπεύδω «πιέζω, συνθλίβω» … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… … Dictionary of Greek
παραφέρω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν νεοελλ. βλ. παραφέρνω νεοελλ. αρχ. μέσ. παραφέρομαι εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι μσν. αρχ. επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῡ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ) αρχ. 1. (σχετικά με φαγητά και… … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek
επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… … Dictionary of Greek