-
1 σπειρω
(fut. σπερῶ, aor. ἔσπειρα, ион. impf. iter. σπείρεσκον; pass.: aor. 2 ἐσπάρην с ᾰ, pf. ἔσπαρμαι)1) сеять или сажать(στάχυν Eur.; σῖτον Her.)
καρπόν, ὧν ἔσπειρε, θερίζειν погов. Plat. — собирать плоды того, что сеял;σ. εἰς πέτρας τε καὴ λίθους Plat., тж. σ. κατὰ πέτρων погов. Luc. — сеять на камне ( о бесплодных усилиях)2) засевать, обсеменять(ἄρουραν Hes.; γῆν Her.)
ἥ σπειρομένη Αἴγυπτος Her. — пригодная для земледелия часть Египта3) оплодотворять(τέκνων ἄλοκα Eur.)
4) производить на свет, (по)рождать(παῖδας Soph.)
5) рассеивать, разбрасывать, рассыпать(τὸν χρυσὸν ἀπὸ τοῦ τείχεος Her.; ἔγχη ἔσπαρται πέδῳ Eur.)
ἐσπάρησαν κατὰ τέν ἄλλην Ἑλλάδα Thuc. — (часть эгинцев) рассеялась по остальной Греции6) наливать, поливать(δρόσον ἐκ τευχέων Eur.)
7) распространять(βάξιν ἐς πᾶσαν πόλιν Soph.)
ὡς ὅ πλεῖστος ἔσπαρται λόγος Arph. — согласно наиболее распространенной версии8) расточатьσ. ἄθυτα σπέρματα Plat. — расточать неосвященное (законом) семя, т.е. приживать внебрачных детей
-
2 κατασπειρω
1) бросать семена, сеять, сажать(εἰς ἄρουραν Plat.)
2) обсеменять, засевать(τέν γῆν Arst.)
3) обсыпать, засыпать4) веять, навевать(αὔραν τινά Plut.)
5) испускать, излучать(τὸ ἀπὸ ἄστρων κατεσπαρμένον φῶς Diog.L.)
6) внушать, причинять(ἀνίας τινί Soph.)
7) распространять(λόγοι κατεσπαρμένοι ἐν τοῖς πᾶσιν Plat.; λόγους χρηστοὺς ὑπέρ τινος Plut.)
8) усеивать, покрывать9) поэт. рождатьὁ κατασπείρας με Eur. — мой родитель
-
3 διασπειρω
(fut. διασπερῶ; pass.: aor. 2 διεσπάρην, pf. διέσπαρμαι)1) рассеивать, разбрасывать(δραχμὰς στρατιῇ Her.; τὰ διεσπαρμένα χωρὴς μέρη Arst.; ὅ ὄχλος διεσπείρετο Plut.)
πῶλοι διεσπάρησαν Soph. — кони разбежались в разные стороны2) сеять, распространять(λόγον Xen., Plut.)
οὗτος ὅ λόγος διέσπαρται κατὰ τέν πόλιν Lys. — такой слух распространился по городу3) расточать, растрачивать, проматывать(πατρῴαν κτῆσιν μάτην Soph.)
4) разъединять, разлучать(τινάς Her.)
ἄλλος ἄλλοσε διεσπάρη Plat. — они разошлись в разные стороны
См. также в других словарях:
σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… … Dictionary of Greek
ραθαίνω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) ραίνω 2. (κατά τον Φώτ.) σπείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥαθάμιγξ] … Dictionary of Greek
σπάργανο — το / σπάργανον, ΝΜΑ 1. επιμήκης και φαρδιά λωρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν τα βρέφη, κν. φασκιά 2. στον πληθ. τα σπάργανα το σύνολο τών πανιών με τα οποία συνήθιζαν παλαιότερα να τυλίγουν τα βρέφη, αλλ. πάνες νεοελλ. 1. βιολ. η… … Dictionary of Greek
σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… … Dictionary of Greek