-
1 κατα-πατέω
κατα-πατέω, niedertreten, ain-, zertreten; ἐπεὰν καταπατήσῃ τῇσι ὑσὶ τὸ σπέρμα Her. 2, 14; κατεπατέοντο ὑπ' ἀλλήλων 7, 123; Thuc. 7, 84; Xen. Hell. 4, 4, 11; so scheint auch Dem. 34, 37 zu nehmen, τὰ ἄλφιτα καϑ' ἡμίεκτον μετρούμενοι καὶ καταπατούμενοι, indem ihr euch beim Einmessen so kleiner Getreideportionen niedertretet; eigenthümlich 7, 45 εἴπερ ὑμεῖς τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε, niedergetreten, zertreten. – Uebtr., verachten, τὰ γράμματα Plat. Gorg. 484 a, νόμους Legg. IV, 714 a; Sp., bes. LXX; auch τινός, Suid.
-
2 συγ-κατα-πατέω
συγ-κατα-πατέω, gänzlich zertreten, zugleich mit Andern niedertreten, Sp.
-
3 καταπατέω
κατα-πατέω, niedertreten, ein-, zertreten; τὰ ἄλφιτα καϑ' ἡμίεκτον μετρούμενοι καὶ καταπατούμενοι, indem ihr euch beim Einmessen so kleiner Getreideportionen niedertretet. Übtr., verachten -
4 συγκαταπατέω
συγ-κατα-πατέω, gänzlich zertreten, zugleich mit anderen niedertreten
См. также в других словарях:
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek