-
1 καταπατεω
1) втаптыватьἐπεὰν καταπατήσῃ τὸ σπέρμα Her. — после того, как семя заделано (в почву)
2) утаптывать(τέν γῆν περὴ τὰς ῥίζας Arst.)
3) (тж. κ. ἐν τοῖς ποσίν NT.) топтать, растаптывать, давитьἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὴ κατεπάτουν Thuc. — (теснимые сиракузцами афиняне) падали друг на друга и (друг друга) топтали4) перен. попирать (ногами), (грубо) нарушать, пренебрегать(ὅρκια πιστά Hom. - in tmesi; τὰ γράμματα καὴ μαγγανεύματα, τοὺς νόμους Plat.; τινα NT.)
См. также в других словарях:
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek