Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατα-μαρτυρία

  • 1 διαυγεια

        ἥ
        1) просвечивание, свечение
        

    (μαρτυρία τῆς θερμότητος ἥ δ. Plut.)

        2) просвет, отверстие

    Древнегреческо-русский словарь > διαυγεια

  • 2 ικανος

        эол. ἴκᾰνος 3
         (ῐ)
        1) достаточный (достаточно многочисленный, достаточно сильный и т.п.)
        

    (εἴς τι Her., Xen., πρός и ἐπί τι Plat. и κατά τι Polyb.)

        πλοῖα ἱκανά (ἀριθμῷ) Xen. — суда в достаточном количестве;
        (ἄνδρες) ἱκανοὴ τὰς ἀκροπόλεις φυλάττειν Xen. — люди, которых достаточно для охраны городских крепостей;
        οὐκ εἶχον ἱκανὰς (sc. χιμαίρας) εὑρεῖν Xen. (афиняне) не смогли найти достаточного количества коз (для жертвоприношения);
        οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς Thuc.так как Аттика была недостаточно богата или обширна;
        ἥ χώρα ἱκανέ τρέφειν Plat. — страна, могущая достаточно прокормить;
        ἱ. γνώμην Her. — достаточно умный;
        ἱ. τέν ἰατρικήν Her. — достаточно сведущий в медицине;
        ἱ. ἐμπειρίᾳ καὴ ἡλικίᾳ Plat. — вполне опытный и зрелый;
        ἱ. τὸ εἶδος Plut. — довольно красивый;
        ἱκανέ μαρτυρία Plat. и ἱκανὸν τεκμήριον Arst. — достаточное (= надежное) свидетельство;
        ἑφ΄ ἱκανόν Polyb. — достаточно, довольно или немало;
        τὰ ἱκανά Isocr. — достаточные средства, необходимые условия;
        ἐπηρώτα αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς NT. — он задавал ему много вопросов;
        λαβεῖν τὸ ἱκανὸν παρά τινος NT.получив достаточные доказательства от кого-л.

        2) (при)годный, подходящий или способный, умелый, тж. знающий, компетентный
        

    ἱ. πολεμεῖν Xen. — способный воевать;

        τινὰ ἱκανὸν κρίνειν συνεργὸν εἶναι Xen.считать кого-л. способным исполнить (что-л.);
        ἱ. τεκμηριῶσαι Thuc. — способный убедить, убедительный, т.е. достоверный;
        ἱκανῷ λόγῳ ἀποδείξω Plat. — я убедительно докажу;
        σῶμα ἱκανὸν πόνους φέρειν Xen. — тело выносливое к трудам;
        ἱ. ὡς πρὸς τὸν ἰδιώτην Plat. — неплохой по сравнению с неученым;
        ἱ. ἀμφότερα Plat. — способный как на одно, так и на другое;
        ἱ. τὸ κελευόμενον ποιεῖν Xen. — умеющий исполнять приказания;
        πρὸς ταῦτα τίς ἱ. ; NT.кто способен к этому?

        3) имеющий возможность, облеченный правом, могущественный
        

    ἱ. ζημιοῦν Xen. — имеющий право карать;

        ἱ. Ἀπόλλων Soph.Аполлон (достаточно) могуществен

        4) значительный, немалый
        

    (χρόνος Arph.; οὐσία Arst.; πλῆθος Polyb.; ἀργύρια NT.)

        φῶς ἱκανόν NT. — яркий свет;
        ἐξ ἱκανῶν χρόνων NT.с давнего времени

        5) могущий совладать, достойный
        οὐχ εἰμὴ ἱ., ἵνα μου ὑπὸ τέν στέγην εἰσέλθῃς NT. — я недостоин, чтобы ты вошел под мой кров

    Древнегреческо-русский словарь > ικανος

См. также в других словарях:

  • Ρέθυμνο — Πόλη της Κρήτης, πρωτεύουσα της ομώνυμης πρώην επαρχίας (350 τ. χλμ.) και του ομώνυμου νομού, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κρήτης μετά τον Ηράκλειο και τα Χανιά. στον δήμο Ρ., υπάγονται οι οικισμοί Γάλλος, Ξηρό Χωριό, Αγία Ειρήνη, Γιαννούδι,… …   Dictionary of Greek

  • Αρίστων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (6ος αι. π.Χ.). Συμβασίλεψε με τον Αγιάδη Αναξανδρίδα. Βασίλεψε περίπου 40 χρόνια και νίκησε τους Τεγεάτες. 2. Κυρηναίος πολιτικός (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ηγέτης της δημοκρατικής μερίδας… …   Dictionary of Greek

  • Αντισθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (Αθήνα 444; – περ. 365 π.Χ.). Μαθητής του Γοργία αρχικά, προσελκύεται τελικά από την προσωπικότητα του Σωκράτη και εγκαταλείπει τον πρώτο δάσκαλό του με χλευασμούς. Μετά τον θάνατο του Σωκράτη,… …   Dictionary of Greek

  • άγραφο δίκαιο — Οι κανόνες δικαίου που δεν είναι διατυπωμένοι γραπτά, αλλά έχουν επικρατήσει από τη συνεχή μακροχρόνια και ομοιόμορφη εφαρμογή τους. Οι κανόνες αυτοί ονομάζονται έθιμα, σε αντιδιαστολή με τους γραπτούς νόμους που προέρχονται από πολιτειακή… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»